Εργασία Μαθητών στο Πολιτιστικό 2014-15

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

HOθωμανική περίοδος της Θεσ/νίκης, ως μια από τις επάλληλες ιστορικές περιόδους και παρουσίες πολιτισμών στην περιοχή, είναι η τελευταία, πριν από την οριστική ένταξή της στον κύριο κορμό του Ελληνικού Κράτους.

Η Οθωμανική περίοδος ,από τον 15ο αιώνα μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, παρά το γεγονός ότι αντανακλά μια επώδυνη ιστορική τομή, είναι παράλληλα και μια ενδιαφέρουσα περίοδος, αφενός για να έρθουμε σε επαφή με τα Οθωμανικά, Μεταβυζαντινά, Νεοκλασικά και κάθε είδους μνημεία , τα οποία είναι «κρυμμένα» μέσα στον πυκνό πολεοδομικό ιστό της πόλης και αφετέρου για να μελετήσουμε την ιστορία εκείνης της περιόδου, κληρονομιά της οποίας είναι το αρχιτεκτονικό της αποτύπωμα.

Η προσπάθεια των μαθητών ήταν δύσκολη, αλλά ενδιαφέρουσα, γιατί είχαν την ευκαιρία να γνωρίσουν το πλούσιο παρελθόν της πόλης και τα μνημεία της.

Η εργασία τους διακρίνεται στις εξής ενότητες:

Α. Χώροι Λατρείας. (Τζαμιά)

Β. Λουτρά. ( Χαμάμ)

Γ. Οχυρωματικά έργα.

Δ. Διάφορα οικοδομήματα, που παρουσιάζουν ιδιαίτερο, αρχιτεκτονικό και αισθητικό ενδιαφέρον.

Ε. Η Συνοικία των «Εξοχών», με τα περίφημα νεοκλασικά της κτίρια.

ΣΤ. Μεταβυζαντινοί ναοί της Θεσ/νίκης από το 1430 μέχρι το 1912

ΘΕΜΑ:ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΩΣΗ THΣ (1430), ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΗΣ (1912).

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΣΚΟΠΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ ΑΠΟ ΤΟ 1430 ΕΩΣ ΤΟ 1912.

Ο 14ος αιώνας δεν ήταν καθόλου ειρηνική περίοδος για την πόλη. Τα τελευταία 50 χρόνια του 14ου αιώνα σημαδεύονται ξανά από πολλές επιδρομές και απειλές κατά της πόλης, καθώς το Βυζάντιο κυριολεκτικά αγωνίζεται να επιβιώσει, αντιμετωπίζοντας το νέο εχθρό που ήρθε από τα βάθη της Ασίας τους Οθωμανούς Τούρκους.

Επίσης η βασιλεύουσα ζει, ένα σημαντικό γεγονός για την πανανθρώπινη ιστορία της πάλης των λαών για κοινωνικές διεκδικήσεις. Αυτό το γεγονός είναι το γνωστό κίνημα-επανάσταση των Ζηλωτών της πόλης, που εγκαθίδρυσε στην πόλη λαϊκή δημοκρατία για 7 χρόνια (1342-1349), σε μια ακμής της φεουδαρχίας και του τιμαριωτισμού.

Οι Τούρκοι εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία του Βυζαντινού κράτους και τις αντιθέσεις των Βαλκανικών λαών προωθήθηκαν βαθμιαία στο χώρο της Μακεδονίας και της Βαλκανικής και δημιούργησαν ασφυκτικό κλοιό γύρω από την Θες/νίκη. Η πόλη μετά από πολλές περιπέτειες έγινε «φόρου υποτελής» στους Τούρκους του Μουράτ Α? (1387), για να απαλλαγεί από τους δυνάστες της το 1403, όταν αυτοκράτορας της Κων/πόλης, έγινε ο άλλοτε δεσπότης της Θεσ/νίκης Μανουήλ Β? ο Παλαιολόγος.

Όταν η Τουρκική απειλή έγινε αργότερα ξανά επικίνδυνη, ο δεσπότης της Θεσ/νίκης Ανδρόνικος και οι άρχοντες της πόλης παραχώρησαν αυτή στους Βενετούς (1423) με όρους που απέβλεπαν στη σωτηρία της. Η Βενετοκρατία, όμως στην Πόλη γρήγορα εξελίχθηκε σε νέα τυραννία. Η πόλη απογυμνώθηκε από τον πληθυσμό της και αποδυναμώθηκε αντί να προετοιμαστεί για την αντιμετώπιση των Τούρκων, που συστηματικά περιόριζαν τις δυνατότητες της για απόκρουσή τους.

Έτσι σχεδόν μοιραία, το Μάρτη του 1430, η πόλη μετά από πολιορκία έπεσε στα χέρια των Τούρκων του Μουράτ Β΄, για να αρχίσει μια περίοδος μακροχρόνιας δουλείας και στυγνής καταδυνάστευσης.

Οι κατακτητές λεηλάτησαν και κατέστρεψαν σχεδόν ολοκληρωτικά την πόλη. Η Θεσ/νίκη ερημώθηκε κυριολεκτικά από κατοίκους, ενώ χιλιάδες αιχμάλωτοι, σιδηροδέσμιοι οδηγήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Ανατολής.

Οι κυριότεροι Βυζαντινοί ναοί της Πόλης επιτάχθηκαν, για να μετατραπούν σε τζαμιά. Επίσης τα σπίτια των ευγενών καταλήφθηκαν από τους Τούρκους του στρατεύματος ή άλλους ομοεθνείς τους που ήρθαν στην πόλη από την έλξη της λείας του πολέμου. Μετά από 23 χρόνια θα πέσει στους Τούρκους και η πρωτεύουσα της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η Κων/πόλη, για να ανοίξει ο κεντρικός δρόμος της Βαλκανικής και της Κεντρικής Ευρώπης στους Ασιάτες κατακτητές. Στα χρόνια της σκλαβιάς, η πόλη έχει ελάχιστο πληθυσμό.

Οι περισσότεροι από τους κατοίκους της, προ και μετά την άλωση, σκόρπισαν στα γύρω βουνά, στον Όλυμπο, στα Πιέρια, στα Χάσια, στην Πίνδο κλπ, όπου ιδρύθηκαν νέοι οικισμοί από πρόσφυγες της πόλης. Χρειάστηκε να ληφθούν ιδιαίτερα μέτρα από τον Σουλτάνο, ώστε να επιστρέψει μέρος του πληθυσμού στη Θεσ/νίκη με την ελπίδα κάποιου καλύτερου μέλλοντος.

Πολλές τότε συνοικίες με καθαρά ελληνικό χαρακτήρα δημιουργήθηκαν (ή διατηρήθηκαν) στην πόλη, κυρίως γύρω από μικρές και ταπεινές εκκλησίες και μικρά μοναστήρια που έμειναν στα χέρια των Χριστιανών, (Άγιος Μηνάς, Νέα Παναγία, Άγιος Αθανάσιος, Παναγία Λαγουδιανή, Μονή Βλατάδων, κ.α.). Βαθμιαία η πόλη συνέρχεται από το πλήγμα.

Γίνεται πολυάνθρωπη και ανθηρό λιμάνι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Πολλοί περιηγητές του 15ου και του 16ου αιώνα μιλούν με θαυμασμό στις ταξιδιωτικές του εντυπώσεις για τη Θεσ/νίκη, (PierreBellon στα 1546, LorenzoBernardo στα 1591). Κατά τη διάρκεια του 15ου αιώνα η Θεσ/νίκη δέχθηκε αλλεπάλληλα κύματα Εβραίων προσφύγων που κατέφυγαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, διωγμένοι από την Χριστιανική Δύση. Είναι οι γνωστοί «Ασκεναζίμ», εβραίοι της Γερμανίας, Ουγγαρίας και Βαυαρίας και οι «Σερφαρδίμ» κύρια προερχόμενοι από την Ισπανία

Με τον ερχομό και την εγκατάσταση των Εβραίων στην πόλη δημιουργήθηκε μια αξιόλογη και δραστήρια κοινότητα, που συνέλαβε ουσιαστικά στην ανάπτυξη του εμπορίου και της ναυτιλίας της Θεσ/νίκης. Η εγκατάσταση αυτή των Εβραίων ανέδειξε την πόλη, ως τη σημαντικότερη Παγκόσμια Εβραϊκή Μητρόπολη μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Το 17ο αιώνα, η πόλη είναι μια πυκνοκατοικημένη πόλη. Είναι έδρα του Τούρκου «Σαντζάκ -Μπέη», καθώς και έδρα «Μολλά» δηλαδή Ανώτατου Δικαστή.

Στην πόλη υπάρχει ακόμα ανώτατος Τούρκος στρατιωτικός διοικητής (κεχαγιά-κερί) και πολύς στρατός, γεγονός που απέκλειε κάθε σκέψη για ξεσηκωμό των υπόδουλων κατά των δυναστών τους.

Ο Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεπή άφησε στο «οδοιπορικό» του πολλές κι ανεκτίμητες πληροφορίες για τη Θεσ/νίκη και τη γύρω περιοχή αυτή της περιόδου.

Η περιγραφή του για την πόλη είναι πραγματικά συναρπαστική, καθώς ο περιηγητής εντυπωσιάζεται από τα πολλά «χαμάμια» λουτρά, τα ταρσία (αγορές), τους «μποζαχανέδες» (αναψυκτήρια), τα τζαμιά κ.α.

Ακόμα βλέπει με θαυμασμό τα μεγάλα λιθόκτιστα πολυώροφα «σεράγια» (αρχοντόσπιτα), τις υπέροχες αυλές και τους κατάφυτους κήπους της πόλης. Ανάλογες είναι οι περιγραφές και του άλλου Τούρκου περιηγητή του ίδιου αιώνα Χατζή-Κάλφα, καθώς και των Ευρωπαίων περιηγητών: PaulLucas, P. JeanBaptiste κλπ.

Μετά την ήττα του Μωάμεθ Δ? στην πολιορκία της Βιέννης από τους Πολωνούς και Γερμανούς (1683), άρχισε ουσιαστικά η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ παράλληλα παρουσιάζεται μια αφύπνιση των λαών της Βαλκανικής.

Όμως η καταπίεση των Τούρκων αυξάνεται, ιδιαίτερα στην Μακεδονία, που αποτελούσε το χώρο διέλευσης όλων των στρατευμάτων των Οθωμανών που κατευθύνονταν προς τα μέτωπα ή προς τις επαναστατημένες ? σε λίγο- περιοχές.

Μέσα σ? αυτήν την πραγματικότητα , οι υπόδουλοι υποφέρουν τα πάνδεινα από τις δυσβάσταχτες φορολογίες (avariz), τις κακουχίες, τους εξευτελισμούς και τις στερήσεις. Το 1712 μάλιστα ξέσπασε φοβερός λοιμός στην πόλη , που ήταν συνέπεια των κακών συνθηκών διαβίωσης των κατοίκων.

Μόνο το 1713 πέθαναν στην πόλη 8000 άτομα από το φοβερό αυτό λοιμό. Λίγο αργότερα , το 1720, οι Θεσ/νικείς ξεσηκώνονται κατά της Τουρκικής διοίκησης , με αφορμή την έλλειψη σταριού για ψωμί. Το ίδιο επαναλήφθηκε και αργότερα , στα χρόνια 1753,1758,1789.

Η Θεσ/νίκη του 18ου αιώνα ,σύμφωνα με τις περιγραφές περιηγητών ,ήταν κτισμένη μέσα στο χώρο που όριζαν τα Βυζαντινά της τείχη ,που μεγάλο τμήμα τους σώζεται και σήμερα σε καλή κατάσταση.

Στη γύρω περιοχή δεν είχαν δημιουργηθεί ακόμα συνοικίες ή οικισμοί και προάστια. Στην πόλη υπήρχαν ,επίσης 4 μεγάλοι πύργοι. Δύο από αυτούς τους πύργους ,ένας κυκλικός και ένας τετράγωνος ,βρίσκονται στο νότιο τμήμα των τειχών. Ο πρώτος είναι ο σημερινός Λευκός Πύργος. Οι κάτοικοι της πόλης φτάνουν τις 40.000 περίπου (Έλληνες, Τούρκοι ,Εβραίοι).

Οι δρόμοι του εμπορικού κέντρου είναι σκεπαστοί με σανίδες (σκεπαστά),που δημιουργούν ευχάριστη δροσιά το καλοκαίρι.

Στην παραλία της πόλης ,στη θέση της σημερινής Μητρόπολης ,ναός του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, ήταν κτισμένος ο παραθαλάσσιος ναός του Αγίου Δημητρίου. Αναφέρονται ακόμη οι ναοί του Αγίου Αθανασίου ,του Αγίου Μηνά και η κρύπτη του Αγίου Δημητρίου. Στον αγώνα της Εθνικής Παλιγγενεσίας του 1821 μεγάλη ήταν η προσφορά της Μακεδονίας και της Θεσ/ νίκης.

Εκτός από τους Έλληνες της διασποράς που αγωνίστηκαν για να προβάλλουν το ελληνικό θέμα στο εξωτερικό ,οι υπόδουλοι στους Τούρκους προσέφεραν μεγάλες θυσίες αίματος για να στεριώσει ο αγώνας της ελευθερίας.

Ένας από τους κύριους εταίρους της «Φιλικής Εταιρείας» ήταν ο Μακεδόνας αρματολός ,από το Μπλάτσι της Δ. Μακεδονίας ,Ιωάννης Φαρμάκης. Ο Φαρμάκης, με το βαθμό του «Αρχηγού των Αφιερωμένων», ξεκίνησε από την Κων/πολη το 1818 και μύησε στον αγώνα της ελευθερίας πολλούς πρόκριτους της Μακεδονίας και της Θεσ/νίκης .

Έτσι ,σύντομα δημιουργήθηκε ένας σημαντικός επαναστατικός πυρήνας της «Φιλικής» στη Θεσ/νίκη με μέλη το Χριστόδουλο Μπαλάνο, Αθανάσιο Σκανδαλίδη, Κυριάκο Τοσίτσα, Αθανάσιο Κυδωνιάτη , τον Πρωτοσύγκελο Χρύσανθο κ.ά. Το 1820 θα περάσει από την πόλη με οδηγίες και γράμματα του Υψηλάντη και ο «φιλικός» Ύπατρος.

Όταν κηρύχθηκε η επανάσταση κατά των Τούρκων στη γειτονική Χαλκιδική από τον Σερραίο αγωνιστή Εμμανουήλ Παπά , στις 23 Μαρτίου 1821, οι Τούρκοι της Θεσ/ νίκης ξέσπασαν με απάνθρωπη μανία στον άμαχο πληθυσμό της πόλης. Τουλάχιστον 3000 Θεσ/νικείς μαζί   με τους προκρίτους της πόλης σφαγιάστηκαν στο Τουρκικό Διοικητήριο (Κονάκι) και στο προαύλιο του Μητροπολιτικού ναού ,ενώ εκατοντάδες αγωνιστές φυλακίστηκαν στο φρικτό κάτεργο του Λευκού Πύργου.

Οι Τούρκοι γρήγορα κατέπνιξαν στο αίμα τα επαναστατικά κινήματα της Μακεδονίας ,χωρίς όμως να πτοήσουν το επαναστατικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων. Στα μέσα του 19ου αιώνα ,η πόλη υπήρξε το πλέον αστικοποιούμενο κέντρο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και σημαντικός πόλος πολιτικών κινήσεων και κινημάτων που συνάντησε στην μακραίωνη ιστορία της.

Στα τέλη όμως του 19ου αιώνα και ενώ στο νότο υπάρχει ήδη ελεύθερο ελληνικό κράτος ,η Θεσ/νίκη εξωραΐζεται ,καθώς οι Τούρκοι προσπαθούν να εκσυγχρονίσουν το κράτος .Το 1869 ,με διαταγή του Τούρκου διοικητή της πόλης Σαμπρή Πασά κατεδαφίζονται μεγάλα τμήματα των Βυζαντινών τειχών ,για να «αναπνεύσει» η πόλη. Αρχικά κατεδαφίζονται τα παραθαλάσσια τείχη και ο μεγάλος πύργος που βρισκόταν στο λιμάνι (Γιαλού-Καπού),στο ύψος της Αρχαίας Αιγυπτιακής Αγοράς (σημερινή οδός Αιγύπτου).

Μετά από λίγα χρόνια κατεδαφίζονται τα τείχη του «πυροβολοστάσιου» ,το Φρούριο Βαρδαρίου (Τοπ-Χανέ ή Ταμπάκ Χανέ =χώρος των Βυρσοδεψίων) και το ανατολικό τείχος το 1889 από τον Μηδάτ Πασά, από την Κασσανδρεωτική Πύλη ,(Πλατεία Συντριβανίου) ,ως τον Πύργο του (Κανλί ?Κουλέ), Πύργος του Αίματος.

Μάλιστα ο πύργος, αυτός με την απαίσια φήμη του φρικτού κάτεργου βάφεται λευκός για να ονομασθεί ,έτσι Λευκός Πύργος. Νέοι δρόμοι διανοίγονται ή διευρύνονται .Δημιουργείται η οδός Σαμπρή Πασά, (σημερινή οδός Βενιζέλου) το1867, η οδός Μηδάτ Πασά, (σημερινή Αγίου Δημητρίου) και το1873 η λεωφόρος Χαμηδιέ Πασά ,(σημερινή Εθνικής Αμύνης), όπου κτίστηκαν, τα κτίρια της Τουρκικής Διοίκησης.

Το 1871, κάτω από την πίεση των μεγάλων δυνάμεων της Ευρώπης ,η Τουρκία κατασκευάζει την σιδηροδρομική γραμμή Θεσ/ νίκης ?Σκοπίων και το 1888,τη σύνδεση του σιδηροδρομικού δικτύου με το αντίστοιχο σερβικό ,για να ενωθεί έτσι η πόλη με την κεντρική Ευρώπη.

Το 1893-94 κατασκευάζεται η σιδηροδρομική γραμμή Θεσ/νίκης-Φλώρινας και Θεσ/νίκης- Μοναστηρακίου, ενώ το 1896,γίνεται η σύνδεση με την Αλεξανδρούπολη. Με την εγκατάσταση των πρώτων τραμ ,που έσερναν ρωσικά και ουγγρικά άλογα, το 1893,δίνεται το ξεκίνημα για την ανάπτυξη των προαστείων της πόλης ιδιαίτερα του ανατολικού τομέα

.Στα προάστια χτίζονται επιβλητικές επαύλεις ,οι λεγόμενοι «Πύργοι», από την περιοχή του Λευκού Πύργου, μέχρι τη συνοικία των «Εξοχών» ανατολικά της παλαιάς πόλης .Με τον τρόπο αυτό λοιπόν ,η πόλη αποκτά νέο πρόσωπο και φυσιογνωμία.

Ο πληθυσμός της πόλης αυξάνεται ραγδαία ,έτσι ενώ ,το 1865 οι κάτοικοι ήταν 50.000, το 1880 έγιναν 90.000 ,για να φτάσουν το 1895 τις 120.000 περίπου.

Στις αρχές του 20ου αιώνα ,έγινε πια φανερό πως ο Ευρωπαϊκός χώρος της Τουρκίας θα περιερχόταν στους λαούς που τον κατείχαν από αιώνες. Η παρακμή της Τουρκίας ήταν πια και εσωτερικά φανερή ,ενώ το ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων για την περιοχή επιτάχυνε τις εξελίξεις.

Ο ένοπλος αγώνας των υπόδουλων λαών έδωσε την ευκαιρία να γίνουν φανερές οι εδαφικές διεκδικήσεις στο χώρο της Μακεδονίας , που πολλές φορές υποδαυλίζονταν από ξένες επεμβάσεις και σοβινιστικές διαθέσεις.

Η Ελλάδα στον αγώνα αυτό , πήρε το όνομα Μακεδονικός αγώνας ,υπερασπίζοντας με πολλές θυσίες τις εθνικές της διεκδικήσεις. Με κέντρο το Ελληνικό Προξενείο της πόλης ,(σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα) ,αναπτύχθηκε έντονη δραστηριότητα στο χώρο της Μακεδονίας , όπου από την αρχαιότητα ζούσε συμπαγής Ελληνικός πληθυσμός.

Αν και ο αγώνας αυτός δεν είχε άμεσα αποτελέσματα , συνέβαλλε όμως ουσιαστικά στην απελευθέρωση της περιοχής και στην ένταξή της δικαιωματικά στο χώρο της Ελλάδας, λίγο αργότερα το 1912 στις 26 Οκτωβρίου ,από τον Ελληνικό στρατό.

Α) XΩΡΟΙ ΛΑΤΡΕΙΑΣ

1)Αλαντζά Ιμαρέτ ή Ισάκ Πασά Τζαμί :

Το Αλαντζά Ιμαρέτ που σημαίνει <<Πολύχρωμο άσυλο>> ή Ισάκ Πασά Τζαμί, βρίσκεται στην οδό Κασσάνδρου, βορειοανατολικά της Ευρώπης του Αγίου Δημητρίου στη Θεσσαλονίκη.

Σύμφωνα με την κτητορική επιγραφή που σώζεται πάνω από την είσοδο του κτιρίου ιδρύθηκε το 1484 από τον Ινεγκιολού Ισάκ Πασά μεγάλο Βεζίρη, επί Μωάμεθ Β΄, και διοικητή της Θεσσαλονίκης επί Βαγιαζίτ Β΄.

Ανήκει στην κατηγορία των πρώιμων Οθωμανικών τζαμιών. Στο χώρο λειτουργούνε Ιμαρέτ (πτωχοκομείο) και μεντρεσές (ιερατική σχολή).

Το κτίριο έχει σχήμα ανεστραμμένου Τ, με κεντρικό χώρο , δύο μεγάλους Θόλους, τέσσερα πλάγια διαμερίσματα στη δυτική πλευρά και μια κιονοστήρικτη στοά στην πρόσοψη, η οποία έχει στην οροφή της πέντε μικρούς θόλους.

Ο κεντρικός χώρος του κτηρίου ήταν ο χώρος προσευχής, ενώ στους τέσσερις παράπλευρους χώρους, που ήταν σκεπασμένοι με τρούλους, γινόταν η διδασκαλία και τα συσσίτια.

Όλοι οι τρούλοι ήταν αρχικά καλυμμένοι με φύλλα μολύβδου. Πολύχρωμοι λίθοι (alaca) σε ρομβοειδή σχήματα κοσμούσαν το μιναρέ του τζαμιού, ο οποίος κατεδαφίστηκε μεταξύ των ετών 1925 και 1930, όπως συνέβη και με τους υπόλοιπους μιναρέδες της Θεσσαλονίκης, από τον οποίο σώζεται μόνο η βάση του.

Στη διακόσμηση αυτή με τους πολύχρωμους λίθους, σπάνια για την οθωμανική αρχιτεκτονική, οφείλεται και η ονομασία του κτίσματος.

Το μνημείο ήταν εσωτερικά διακοσμημένο με νωπογραφίες, στις οποίες απεικονίζονταν απλά φυτικά μοτίβα, καθώς και επιγραφές με αποσπάσματα από το Κοράνι.

Στο τέλος του 1960 αντικαταστάθηκαν οι δύο βορινοί Θόλοι της στοάς, ενώ με τους σεισμούς του 1978, πραγματοποιήθηκαν εργασίες αναστήλωσης και αποκατάστασης.

Σήμερα ο χώρος ανήκει στο Δήμο Θεσσαλονίκης και χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις και για περιοδικές εκθέσεις.

2) Γενί Τζαμί:

Το Γενί Τζαμί είναι σημαντικό μνημείο της περιόδου της Τουρκοκρατίας στη Θεσ/νίκη.

Βρίσκεται ανατολικά της οδού Βασιλίσσης Όλγας, στην οδό Αρχαιολογικού Μουσείου .Χτίστηκε το 1902 από τον ιταλό αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, το όνομα του οποίου έχει συνδεθεί και με άλλα κτήρια της πόλης, υπό την αιγίδα του Σουλτάνου Αμπντούλ Χαμίτ β? (1876-1909).

Χρησίμευε ως τόπος λατρείας για τους εξισλαμισθέντες Εβραίους της πόλης, τους ονομαζόμενους (Ντονμέδες).Το κτήριο συνδυάζει την μουσουλμανική παράδοση με τον αρχιτεκτονικό συρμό του καιρού του δηλαδή ,την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική του 20ου αιώνα.

Το κτήριο ,σε στυλ Μπελ-Επόκ φιλοξενεί στο σκιερό προαύλιό του αρχαίες επιτύμβιες στήλες, συλλογή μαρμάρινων γλυπτών της Ρωμαϊκής εποχής των πρωτοχριστιανικών χρόνων και σαρκοφάγους, ενώ το ευρύχωρο και ανάλαφρο εσωτερικό του ανοίγει κατά καιρούς για κάποια έκθεση .

Είναι σίγουρα ένα από τα πιο εκλεκτικά και ασυνήθιστα τζαμιά σε ολόκληρο τον κόσμο.

Το Γενί Τζαμί εξοπλισμένο με ηλιακό ρολόι (με οδηγίες στα τούρκικα για το πώς να ρυθμίσεις το ρολόι χειρός σου) και πύργο ρολογιού, συνοψίζει μέσα του το απίστευτο ανακάτεμα επιρροών Ισλαμικών και Ευρωπαϊκών ,με την Αρτ-Νουβό να συναντά μια Νεομπαρόκ Αλάμπρα και με διακριτικές νύξεις για την προηγούμενη πίστη μέσα από τα μοτίβα με το Αστέρι του Δαβίδ.

Μετά την ανταλλαγή (1923-24) στέγασε για μικρό διάστημα πρόσφυγες και από το 1925 έως το 1963 χρησιμοποιήθηκε ως αρχαιολογικό μουσείο της πόλης. Σήμερα είναι εκθεσιακός χώρος του δήμου Θεσ/νίκης και είναι το μοναδικό της συνοικίας των εξοχών.

3)Το Τζαμί του Λεμπέτ


Το τζαμί του Λεμπέτ βρίσκεται στο πρώην στρατόπεδο Παύλου Μελά στη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης, η ακριβής χρονολογία ανέγερσής του δεν είναι γνωστή.

Χτίστηκε πιθανότατα στα τέλη του 19ου αιώνα, καθώς το στρατόπεδο κτίστηκε το 1881,και σύμφωνα με εκτιμήσεις το τζαμί κατασκευάστηκε από έγκλειστους στο στρατόπεδο μουσουλμάνους, για την εξυπηρέτηση των θρησκευτικών τους αναγκών.

Ο μιναρές του γκρεμίστηκε το 1925, όταν στο πλαίσιο του <<εξωραϊσμού>> της πόλης γκρεμίστηκαν σχεδόν όλοι οι μιναρέδες.

Το τέμενος είναι το νεότερο της πόλης το οποίο είναι προσανατολισμένο προς τη Μέκκα, την ιερή πόλη των Μουσουλμάνων.

Ο προσανατολισμός του διατηρήθηκε και μετά την μετακίνησή του, κατά 25μ, για τις ανάγκες διαπλάτυνσης της οδού Λαγκαδά.

Το τέμενος πέρα από το ιστορικό, έχει αρχιτεκτονικό και αισθητικό ενδιαφέρον, εξαιτίας του τρόπου κατασκευής και των επιχρισμάτων που υπάρχουν στο εσωτερικό του.

Επίσης είναι το δεύτερο τζαμί που βρίσκεται εκτός των τειχών της πόλης, από τη δυτική πλευρά, ενώ ανατολικά υπάρχει το Γενί Τζαμί.

4) Χαμζά Μπέη τζαμί (Αλκαζάρ)

Το Χαμζά Μπέη Τζαμί , βρίσκεται στη συμβολή της Εγνατίας οδού και της οδού Ε. Βενιζέλου . Σήμερα είναι περισσότερο γνωστό ως <<Αλκαζάρ>> στους Θεσ/νικείς , από τον ομώνυμο κινηματογράφο που στεγαζόταν άλλοτε στην περίστυλη αυλή του Τεμένους.

Στο χώρο του έχουν ακόμα στεγαστεί και εμπορικά καταστήματα. Σύμφωνα με την εντοιχισμένη κτητορική επιγραφή στη δυτική όψη του κτιρίου χτίστηκε στα 1467/68, από την κόρη του τούρκου στρατιωτικού διοικητή Χαμζά -Μπέη. Τα τζαμί αρχικά αποτελούνταν, από μια τετράπλευρη αίθουσα καλυμμένη με μολυβδοσκέπαστο τρούλο και πιθανόν είχε στοά στη δυτική πρόσοψη.

Στη διάρκεια του 16ου αιώνα, έγινε προσθήκη δύο ορθογώνιων θολωτών χώρων στη βόρεια και νότια πλευρά του αρχικού τζαμιού, επίσης κατασκευάστηκε μια ασύμμετρη περιμετρική στοά με περιβόλι στα δυτικά, μοναδική του είδους σε τζαμί στον Ελλαδικό χώρο και μιναρές στη νοτιοδυτική γωνία.

Το 1620, ύστερα από σεισμό ή πυρκαγιά, έγινε η τρίτη ανακατασκευή του Τεμένους, από τον Καπί Μεχμέτ Μπέη, σύμφωνα με άλλη επιγραφή που βρίσκεται πάνω από την είσοδο.

Η τοιχοποιία του αρχικού κτίσματος αποτελείται κυρίως από ζώνες πλίνθων, ανάμεσα σε ζώνες λίθων και κατά τόπους πλινθοπερίκλειστο σύστημα. Στο περιστύλιο χρησιμοποιήθηκαν παλαιά χριστιανικά κιονόκρανα.

Στο εσωτερικό του Τεμένους διατηρείται διάκοσμος με σταλακτίτες από γυψοκονίαμα και τοιχογραφίες με φυτικά και γεωμετρικά θέματα.

Πρόκειται για ένα επιβλητικό μουσουλμανικό Τέμενος, το οποίο αποτελεί ένα από τα σπουδαιότερα δείγματα της οθωμανικής αρχιτεκτονικής στον Ελλαδικό χώρο.

Ήταν το πρώτο τζαμί που χτίστηκε στην πόλη, λίγα χρόνια μετά την κατάληψή της (1430). Σε πρώτη φάση, ήταν ένα συνοικιακό τέμενος χωρίς μιναρέ. Το τζαμί έπαψε να λειτουργεί, ως λατρευτικός χώρος, μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912.

Στα χρόνια που ακολούθησαν επιβαρύνθηκε από πολλές ζημιές, γνώρισε διάφορες χρήσεις και δέχτηκε κακότεχνες επεμβάσεις, με φυσικό επακόλουθο να αλλοιωθεί σε σημαντικό βαθμό η φυσιογνωμία του.

Η μεγαλύτερη ωστόσο, σύγχρονη παρέμβαση συντελέστηκε στο αίθριο, το οποίο μετατράπηκε σε κινηματογράφο.

Το 2006 ξεκίνησε από την Αρχαιολογική Υπηρεσία ένα πρόγραμμα προστασίας και σωτηρίας του μνημείου, για να στεγάσει τα αρχαιολογικά ευρήματα που αποκαλύπτονται από τις εργασίες για το μετρό της Θεσ/νίκης. Απέναντι από το Χαμζά Μπέη τζαμί βρίσκεται το Μπεζεστένι.

Β)Λουτρά:

Τα Λουτρά γνωστά με το όνομα Χαμάμ, ήταν από τα πρώτα οικοδομήματα που οι Οθωμανοί Τούρκοι κατασκεύαζαν σε μια κατακτημένη πόλη και αποτελούσαν σημαντικούς χώρους της καθημερινότητας των κατοίκων .

Εξυπηρετούσαν, όχι μόνο τις πρακτικές ανάγκες της καθημερινότητας,( γιατί ελάχιστα σπίτια είχαν τότε τις ανέσεις των λουτρών), αλλά και τις ανάγκες κοινωνικών συναναστροφών και κοινωνικής ζωής.

Η επίσκεψη στο Χαμάμ, ήταν για τις γυναίκες της οθωμανικής περιόδου, από τις ελάχιστες κοινωνικές εξόδους και κοινωνικής συναναστροφής έξω από το σπίτι.

Το όνομα Χαμάμ, προέρχεται από τα αραβικά και σημαίνει θερμότητα, γιατί το Χαμάμ, ήταν ένα είδος ατμόλουτρου ή σάουνας. Σήμερα σε πολλές Βαλκανικές περιοχές διατηρούνται θολωτά κτίρια των Χαμάμ, μνημεία-μάρτυρες της οθωμανικής παρουσίας στο παρελθόν.

Η Θεσ/νίκη, ως μεγαλούπολη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας , ήταν φυσικό να έχει πολλά Λουτρά, κάποια από τα οποία σώζονται, ως ίχνη του παρελθόντος της πόλης. Βέβαια το χαμάμ δεν είναι ανακάλυψη των Οθωμανών , αφού λουτρά υπήρχαν από την Ελληνική και Ρωμαϊκή Αρχαιότητα και στην συνέχεια από την περίοδο της βυζαντινής Αυτοκρατορίας .Τα οθωμανικά Λουτρά αποτελούσαν συνδυασμό των Ρωμαϊκών Θερμών και των Βυζαντινών Λουτρών ? Βαλανείων - με την κεντρική ασιατική Τουρκική παράδοση του ατμόλουτρου και του σεβασμού των Μουσουλμάνων προς τον νερό.

Στην πόλη από την Βυζαντινή εποχή γνωρίζουμε την ύπαρξη τριών <<Βαλανείων>>, (το ένα βρισκόταν βόρεια του Αγίου Δημητρίου, στην θέση του έγινε ένα οθωμανικό Λουτρό , το δεύτερο βρισκόταν κοντά στη <<Χαλκευτική Στοά>> και το τρίτο βρισκόταν κοντά στο Τούρκικο Προξενείο.

Ο Γνωστός Τούρκος περιηγητής του 16ου αιώνα Εβλιγιά Τσελεπή ,ονομάζει οκτώ λουτρά και περιγράφει το πιο παλιό και όμορφο από αυτά ,το <<Λουτρό του Μπέη>>.

Οι Ευρωπαίοι γνώρισαν τα Χαμάμ κυρίως με την εκστρατεία του Μ. Ναπολέοντα στην Αίγυπτο στις αρχές του 19ου αιώνα.

Στο πλαίσιο του Οριενταλισμού που άρχισε να αναπτύσσεται στην Ευρώπη , τα οθωμανικά Λουτρά αντιμετωπίστηκαν ως χώρος αισθησιασμού και Ερωτισμού?., και φυσικά , οι καλλιτέχνες συνήθιζαν να απεικονίζουν μόνο γυναικεία λουτρά.  

                                                                               

1)Μπέη Χαμάμ (Λουτρά Παράδεισος):

Όπως πληροφορούμαστε από αραβική επιγραφή κτίστηκε το 1444, από το Σουλτάνο Μουράτ Β?, όταν κατέκτησε την πόλη, ο οποίος ήταν γνωστός με το όνομα Μπέης, από όπου πήρε και το όνομά του το Χαμάμ.

Είναι ίσως, τα μεγαλύτερα και παλαιότερα οθωμανικά Λουτρά της Ελλάδας και από τα παλαιότερα οθωμανικά κτίρια που διασώζονται έως σήμερα στη Θεσ/νίκη.

Είναι ένα διπλό χαμάμ, με το αντρικό και το γυναικείο τμήμα του να αποτελούν ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο. Το αντρικό Λουτρό είναι μεγαλύτερο με πολυτελές εσωτερική διακόσμηση, γιατί προοριζόταν για χρήσή του από τον Σουλτάνο.

Η είσοδος για το γυναικείο βρίσκεται στα βόρεια, ενώ για το αντρικό στη νότια πλευρά. Στα δύο τμήματα διαμορφώνονταν οι τυπικοί των λουτρών χώροι (ψυχροί, χλιαροί και ζεστοί ,καθώς και τα υπόκαυστα), ενώ στην ανατολική πλευρά του κτιρίου είναι προσαρμοσμένη μια μεγάλη ορθογώνια δεξαμενή που εξασφαλίζει την παροχή νερού στο εσωτερικό του

. Πιο ανατολικά, η πρώτη αίθουσα του κτιρίου αυτή που προοριζόταν για την απόδυση και ένδυση των λουόμενων, έχει στην κάτοψή της σχήμα οκταγωνικό και είναι θολοσκέπαστη. Εσωτερικά ο θόλος φέρει πλούσια διακόσμηση με φυτικά θέματα.

Στην αίθουσα αυτή υπάρχει ξύλινος εξώστης. Πρόκειται για μια μεταγενέστερη κατασκευή, αλλά υπήρχε εξώστης και στην αρχική φάση. Η πρόσβαση στον εξώστη γίνεται με ξύλινη σκάλα. Μια σειρά από τοξοειδή καγκελόφραχτα παράθυρα εξασφάλιζαν το φυσικό φωτισμό της αίθουσας αυτής. Ένας στενός διάδρομος μας οδηγεί στην επόμενη αίθουσα.

Η δεύτερη (ψυχρή αίθουσα) που είναι μικρότερη από την προηγούμενη έχει και αυτή σχήμα οκταγωνικό στην κάτοψή της και είναι θολοσκέπαστη. Ο θόλος καθώς επίσης και οι τοίχοι της αίθουσας φέρουν πλούσια ζωγραφική διακόσμηση.

Μια σειρά από οπές στην κορυφή και στα τοιχώματα του θόλου εξασφαλίζουν τον άπλετο φωτισμό της αίθουσας. Στα βόρεια της αίθουσας ανοίγεται ένας μικρότερος ορθογώνιος χώρος που προοριζόταν, μάλλον για τον καθαρισμό των πετσετών. Μια στενή δίοδος στα ανατολικά μας οδηγεί στην επόμενη αίθουσα.

Η τρίτη αίθουσα (εσωτερικό λουτρό), είναι πιο εντυπωσιακός χώρος του Χαμάμ. Πρόκειται για μία τετράγωνη αίθουσα στο κέντρο της οποίας υπάρχει η «πέτρα της κοιλιάς», το υπερυψωμένο βάθρο, όπου οι υπάλληλοι του λουτρού, έκαναν εντριβές στους λουόμενους. Ο χώρος σκεπάζεται με θόλους, οι οποίοι στηρίζονται στους τοίχους της αίθουσας και στους 4 πεσσούς που βρίσκονται το κέντρο της.

Η αίθουσα φέρει έντονα σημάδια από το ζωγραφικό διάκοσμό της, κυρίως στο επάνω τμήμα της. Μια σειρά από οπές στους θόλους εξασφαλίζουν, όπως και στην προηγούμενη αίθουσα τον άπλετο φωτισμό της.

Μια μικρή είσοδος οδηγεί σε έναν ορθογώνιο χώρο, ο οποίος προοριζόταν για το ιδιαίτερο Λουτρό του Σουλτάνου ,πρόκειται για ένα χώρο με εξαιρετικό πλούσιο ζωγραφικό και γλυπτό διάκοσμο.

Οπές στην οροφή, όπως και στις λοιπές αίθουσες του κτιρίου, εξασφάλιζαν το φυσικό φωτισμό του χώρου. Το λουτρό λειτούργησε ως το 1968, χωρίς να αλλοιωθεί η χρήση του, αλλάζοντας μόνο την ονομασία του στα νεότερα χρόνια, με το όνομα «Λουτρά Παράδεισος».

     Το γεγονός αυτό είχε ως συνέπεια να διατηρηθεί σχεδόν αναλλοίωτη η αρχική του φάση μέχρι τις μέρες μας. Μετά τους σεισμούς του 1978, ακολούθησαν εργασίες αποκατάστασης. Σήμερα ο χώρος των ανδρικών λουτρών έχει αποκατασταθεί και χρησιμοποιείται για πολιτιστικές εκδηλώσεις.

2) Γιαχουντί Χαμάμ. (Λουλουδάδικα):

       Το Γιαχουντί Χαμάμ βρίσκεται κοντά στην Αγορά Μοδιάνο, στη συμβολή των οδών Κομνηνών, Φραγκίνης και Βασιλέως Ηρακλείου, πλάι στα ανθοπωλεία, γνωστά για τους Θεσ/νικείς «Λουλουδάδικα».

Πρόκειται για ένα τούρκικο λουτρώνα, που χρησιμοποιούνταν μάλιστα μέχρι πρόσφατα. Χτίστηκε στις αρχές του 16ου αιώνα, από τον Χαλίλ Αγά, πρόκειται για ένα μεγάλο οθωμανικό λουτρό, διπλό για άνδρες και γυναίκες και ήταν σε χρήση μέχρι το 1912, ενώ στην πυρκαγιά του 1917 υπέστη βαριές ζημιές.

Το λουτρό ήταν γνωστό ως Γιαχουντί (εβραϊκά) Χαμάμ , (Λουτρό των Εβραίων), γιατί βρισκόταν σε περιοχή, όπου κατοικούσαν αποκλειστικά Εβραίοι. Από οθωμανικά έγγραφα, υπάρχουν και άλλες ονομασίες για το Λουτρό όπως : Χαλίλ Αγά Χαμάμ, Παζάρ Κεμπίρ Χαμάμ, εξαιτίας του ότι βρίσκονταν στο κέντρο της Μεγάλης Αγοράς, Παζάρ Χαμάμ (Λουτρό Αγοράς ), ή Καντινλάρ Χαμάμ (Λουτρό των Γυναικών).

Όπως προαναφέραμε το Λουτρό ήταν διπλό, χρησιμοποιούνταν και από τα δύο φύλα, γι?αυτό διαιρείται σε δύο τμήματα.

Το ανδρικό τμήμα είναι μεγαλύτερο και ψηλότερο από το γυναικείο. Κάθε τμήμα αποτελείται από μία αίθουσα τετράγωνης κάτοψης καλυμμένη με ημισφαιρικό μεγάλο τρούλο και από ένα σύνολο μικρότερων διαμερισμάτων με τρουλίσκο.

Στα δύο τμήματα διαμορφώνονταν οι τυπικοί των λουτρών χώροι (ψυχροί, χλιαροί, ζεστή καθώς και τα υπόκαυστα).

Στο πίσω μέρος υπήρχε δεξαμενή νερού, η εστία και ο χώρος των θερμαστών ,οι οποίοι τροφοδοτούσαν τη φωτιά με ξύλα. Έχει έκταση 750τ.μ. και είναι κτισμένο αποκλειστικά με πέτρες και πλίνθους και μιμείται τη βυζαντινή αρχιτεκτονική δόμηση.

Εσωτερικά το κτίριο είναι πλούσια διακοσμημένο. Οπές φωτισμού βρίσκουμε στις οροφές των τρούλων (2 μεγάλοι σκεπάζουν τους δύο προθάλαμους και 13 μικροί τους υπόλοιπους χώρους), ενώ επαναλαμβανόμενες ζώνες με φυτικά κοσμήματα πρέπει να υπήρχαν στις επιφάνειες των τοίχων.

Το Λουτρό είναι περίπου 2μ θαμμένο κάτω από το έδαφος. Με το τέλος της λειτουργίας του, στεγάστηκαν στο χώρο του καταστήματα, η χρήση των οποίων επέφερε σημαντικές αλλαγές. Εργασίες αποκατάστασης άρχισαν το 1993, ενώ σήμερα στεγάζει, κατά περιόδους πολιτιστικές εκδηλώσεις.

3) Πασά Χαμάμ (Λουτρά Φοίνιξ) :

Το λουτρό βρίσκεται στα δυτικά τείχη της πόλης, κοντά στο ναό των Αγίων Αποστόλων και στην συμβολή των οδών Πηνειού, Κάλβου και Π. Καρατζά.

Το κτίριο ήταν κυρίως γνωστό στους κατοίκους της πόλης με το όνομα «Φοίνιξ» και λειτούργησε ως το 1981, το τελευταίο της πόλης, καθώς οι εγκαταστάσεις του κρίθηκαν επικίνδυνες.

Κτίστηκε γύρω στο 1520-30 από τον Τσεζερή Κασίμ Πασά, έναν από τους Βεζίρηδες (Σαντζάκ-μπέης ) του Σουλτάνου Βαγιαζίτ Β? και Σελίμ Α? που διορίστηκε διοικητής της πόλης, όταν ανέβηκε στο θρόνο ο ΣουλεΪμάν ο Α? ο Μεγαλοπρεπής.

Ο ίδιος πασάς μετέτρεψε και το ναό των Αγίων Αποστόλων σε τζαμί και πιθανώς τα δύο κτίρια να είχαν κάποια λειτουργική σχέση. Αρχικά επρόκειτο για απλό λουτρό με τη συνηθισμένη αρχιτεκτονική διάταξη, ενώ αργότερα λειτούργησε ως διπλό, μετά τις αναγκαίες προσθήκες.

Το κτίριο έχει κηρυχτεί ιστορικό και διατηρητέο, γιατί είναι από τα σημαντικότερα της Οθωμανικής περιόδου. Επίσης σήμερα μετά την αποκατάσταση και συντήρησή του χρησιμοποιείται, ως χώρος για τη συντήρηση των ευρημάτων που έρχονται από τις εργασίες του μετρό.

4)Γενί Χαμάμ (Αίγλη)

Το Γενί Χαμάμ είναι κτίριο της Οθωμανικής περιόδου, διπλό και αυτό, βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του κέντρου της πόλης, βόρεια του Αγίου Δημητρίου, στην συμβολή των οδών Κασσάνδρου και Αγίου Νικολάου.

Πρόκειται για λουτρό που κατασκευάστηκε στο τελευταίο τέταρτο του 16ου αιώνα από τον Χουρσέφ Κεντχουντά, κάτοχο ακινήτων στην Θεσ/νίκη, ο οποίος τελούσε χρέη κεχαγιά (διαχειριστή), για τον Βεζίρη Σοκολού Μεχμέτ Πασά.

Το λουτρό πιθανότατα βρίσκεται πάνω στην θέση συγκροτήματος Βυζαντινού λουτρού, Βαλανείου, του 4ου αιώνα μΧ. Το λουτρό έπαψε να λειτουργεί ως λουτρό, μετά την απελευθέρωση της πόλης σε αντίθεση με τα υπόλοιπα Χαμάμ της πόλης.

Το 1919 περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και το 1937 αγοράστηκε από κάποιον ιδιώτη, που το χρησιμοποίησε ως αποθήκη και αργότερα το μετέτρεψε σε κινηματογράφο, καταστρέφοντας με αυτόν τον τρόπο, τμήμα του οικοδομήματος.

Οι δύο αίθουσες της ανατολικής πλευράς του κτιρίου οι οποίες καλύπτονται από μεγάλους ημισφαιρικούς τρούλους διατηρήθηκαν και ενοποιήθηκαν εσωτερικά, όπου στην συνέχεια στέγασαν τον χειμερινό κινηματογράφο <<Αίγλη>>, που λειτούργησε ως το 1978.

Σήμερα στον χώρο φιλοξενείται μουσική-θεατρική σκηνή που φέρει την ίδια ονομασία, <<Αίγλη>>. Τα δωμάτια και οι χώροι της δυτικής πλευράς του οικοδομήματος είχαν διαφορετική τύχη καθώς κατεδαφίστηκαν, ώστε να διαμορφωθεί στην θέση τους, ομώνυμος θερινός κινηματογράφος, ο οποίος λειτουργεί ως τις μέρες μας.

Το χαμάμ όπως είπαμε ήταν διπλό με χωριστές αίθουσες για τις γυναίκες και για τους άνδρες. Είχε τον συνηθισμένο τριμερή καταμερισμό και όλα αυτά συνέθεταν ένα ενιαίο αρχιτεκτονικό σύνολο. Σήμερα διατηρούνται μόνο δύο τρουλαίοι ψυχροί χώροι, ενοποιημένοι σε μια αίθουσα.

Γ) Oχυρωματικά έργα

Η Θεσ/νίκη ιδρύθηκε από το βασιλιά της Μακεδονίας Κάσσανδρο γύρω στα 316 π.Χ, ο οποίος έδωσε στην πόλη το όνομα της συζύγου του, αδελφής του Μ. Αλεξάνδρου, Θεσ/νίκης.

Η σημαντική γεωπολιτική της θέση στη συμβολή μιας σειράς δρόμων προς την ενδοχώρα της Βαλκανικής, την Ανατολής, τη Δύση και το Νότο και η αξιοποίηση ενός ασφαλούς φυσικού λιμένα ήταν οι λόγοι που οδήγησαν στη συνοίκησή της. Το μέγεθος και η έκταση της ελληνιστικής αυτής πόλης δεν έχουν ανιχνευθεί ακόμη επαρκώς.

Ελάχιστες αρχαιολογικά αξιοποιήσιμες ενδείξεις και ιστορικές μαρτυρίες σώθηκαν για τον αρχικό περίβολο της πόλης και τις πρώιμες ρωμαϊκές φάσεις του. Γύρω στα μέσα του 3ου μ.Χ αι. κατασκευάστηκε βιαστικά τείχος με τετράγωνους πύργους, ίσως για την απώθηση των Γότθων.

Η περίμετρος του τείχους αυτού αποτέλεσε τη βάση της μεταγενέστερης επιβλητικής οχύρωσης που διατηρήθηκε ως σήμερα .Από τα τέλη του 3ουμ.Χ αιώνα έως και τον 5ομ.Χ αιώνα φαίνεται πως ολοκληρώθηκε η νέα οχύρωση της πόλης.

Το τείχος εξαιρετικά φροντισμένο και πιο σύνθετο ως προς τη δομή, τα υλικά και την οχυρωματική λειτουργία του, ενσωμάτωσε σταδιακά ως εσωτερικά αντέρεισμα το ρωμαϊκό τείχος.

Τα ευπρόσβλητα πεδινά τμήματα της πόλης ενισχύθηκαν με τριγωνικούς προβόλους σε πυκνά διαστήματα, καθώς και με κατασκευή προτειχίσματος του τάφρου δυτικά και ανατολικά .

Στη δύσβατη πλάγια του λόφου κατασκευάστηκαν κυρίως ορθογώνιοι πύργοι. Τείχος προστάτευε την πόλη από την πλευρά της θάλασσας κατά μήκος του αιγιαλού.

Περίφημη μαρτυρία των οχυρωματικών δραστηριοτήτων στην πόλη της Θεσ/νίκης τον 5ομ.Χ αιώνα αποτελεί η επιγραφή του Ορμίσδα σε πύργο του ανατολικού τείχους. Αυτό το επιβλητικό οχυρωματικό έργο δεν αλλοιώθηκε ιδιαίτερα στην μετέπειτα πορεία της πόλης.

Την ιστορία των βυζαντινών οικοδομικών επεμβάσεων μαθαίνουμε από τις επιγραφές που σώθηκαν στα τείχη και λιγότερο από τις ιστορικές πηγές.

Επισκευές μαρτυρούνται κατά την πρώτη επιδρομή των Αβαροσλάβων (582-620) , μετά την κατάληψη της πόλης από τους Σαρακηνούς το 904, τον 12ο αιώνα, στα 1316, επί Ανδρόνικου Γ' παλαιολόγου στο διάστημα 1369-1373, όταν διοικούσε την πόλη ως δεσπότης.


Κατά την μακρά περίοδο της Τουρκοκρατίας οι επεμβάσεις στα τείχη συνεχίστηκαν με πρώτη την ανακατασκευή μεγάλου τμήματος του Επταπυργίου το 1431.

Τον 15ο αιώνα στη θέση παλαιότερων κτίζονται ο Λευκός Πύργος στην ανατολική απόληξη της θαλάσσιας οχύρωσης και ο Πύργος της Αλύσεως στο βόρειο άκρο του ανατολικού τείχους.

Τελευταία προσθήκη στην περίμετρο των τειχών, στη νοτιοδυτική απόληξη τους αποτέλεσε το φρούριο Βαρδαρίου, που κατασκευάστηκε επί Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς ως ενίσχυση του λιμανιού.


Με την εξέλιξη της τεχνολογίας του πολέμου τα τείχη έχασαν σταδιακά την οχυρωματική τους σημασία και τον 19ο αιώνα θεωρήθηκαν εμπόδιο στην ανάπτυξη της πόλης.

Με την κατεδάφιση του θαλάσσιου τείχους το 1870 και τις καθαιρέσεις εν συνέχεια τμημάτων του ανατολικού και δυτικού τείχους ως τις αρχές του 20ου αιώνα, συντελέστηκε η καταστροφή της μισής σχεδόν περιμέτρου των τειχών της Θεσσαλονίκης.

1)Λευκός Πύργος
Ο Λευκός Πύργος της Θεσ/νίκης είναι οχυρωματικό έργο Οθωμανικής κατασκευής του 15ου αιώνα (1450/70). Σήμερα θεωρείται χαρακτηριστικό μνημείο της πόλης και από τα πιο γνωστά κτίσματα - σύμβολα πόλεων στην Ελλάδα. Ο πύργος είναι ότι έχει σωθεί από την κατεδαφισμένη οθωμανική οχύρωση της πόλης.

Η σημερινή μορφή του πύργου αντικατέστησε Βυζαντινή οχύρωση του 12ου αιώνα, για να χρησιμοποιηθεί στη συνέχει ως κατάλυμα φρουράς Γενίτσαρων και ως φυλακή Βαρυποινιτών.

α) Ονομασίες :Στην αρχή ονομαζόταν πύργος του Λέοντος, όπως αναφέρει τουρκική επιγραφή του 1535/36, η οποία υπήρχε στην είσοδο του εξωτερικού περίβολου, (τώρα κατεδαφισμένη) και η οποία μάλλον αναφερόταν στη χρονολογία κατασκευής του περίβολου. Από τον 17ον αιώνα και μετά ονομαζόταν ανεπίσημα Φρούριο της Καλαμαριάς και Πύργος των Γενίτσαρων.

Μετά τη διάλυση του Τάγματος των Γενίτσαρων το 1826 αποκτά το όνομα Κανλί - Κουλέ, δηλαδή Πύργος του Αίματος , λόγω των σφαγών των Γενίτσαρων.

Το όνομα διατηρείται και μετά το 1826 λόγω της λειτουργίας του, ως φυλακή μελλοθανάτων και τόπο βασανιστηρίων, τα οποία συχνά εκτελούνταν από τους Γενίτσαρους, γεμίζοντας με αίμα τους τοίχους.

Το σύγχρονό του όνομα το πήρε, όταν ένας εβραίος κατάδικο ο NathanGuidili, τον ασβέστωσε με αντάλλαγμα την ελευθερία του, το 1891.

Μέχρι το 1912 ο χριστιανικός πληθυσμός συνεχίζει να τον αναφέρει ως Κανλί - Κουλέ, ενώ ο εβραϊκός υιοθετεί το TotteBlanca, που υιοθετούν και οι Τούρκοι, ως Beyaz Kule, δηλαδή Λευκός Πύργος.
β) Ιστορία :Κατά την Τουρκοκρατία έγιναν προσθήκες και τροποποιήσεις στα τείχη της πόλης, στις οποίες εντάσσεται και ο Λευκός Πύργος, μαζί με το Επταπύργιο, τον Πύργο Τριγωνίου (16ος αιώνας) και το φρούριο Βαρδαρίου.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς χτίστηκε, στη θέση προϋπάρχοντος βυζαντινού πύργου, ο οποίος συνέδεε το ανατολικό τμήμα της οχύρωσης της Θεσ/νίκης (που σώζεται μέρος του και σήμερα), με το θαλάσσιο(το οποίο κατεδαφίστηκε το 1869).Παλαιότερα πιστευόταν πως ήταν έργο των Βενετών, αλλά αυτό πια έχει απορριφθεί από τη σύγχρονη ιστοριογραφία.

Κατά μια εκδοχή, η χρονολογία κατασκευής του μνημείου τοποθετείτε περί το 1450/70, λίγο μετά την κατάληψη της πόλης από τους Τούρκους (1430) και πρόκειται για ένα από τα πρωιμότερα δείγματα Οθωμανικής οχυρωματικής που λαμβάνει υπόψη της, το πυροβολικό.

Έχει διατυπωθεί η υπόθεση πως αρχιτέκτονας του Πύργου ήταν ο φημισμένος Μιμάρ Σινάν, βάσει της ομοιότητας του με ανάλογο πύργο στη Valona (Αυλώνα) της Αλβανίας, ο οποίος κτίστηκε τη δεκαετία του 1530.

Χρονολόγηση κορμών ξύλων που χρησιμοποιήθηκαν στο πύργο έδειξε, ότι κόπηκαν το έτος 1535, αλλά υπάρχει πιθανότητα οι κορμοί να χρησιμοποιήθηκαν σε εκτεταμένη επισκευή του μνημείου.

Όλα αυτά δείχνουν τις δυσκολίες στη χρονολόγηση μνημείων της οθωμανικής στρατιωτικής αρχιτεκτονικής της εποχής της Αναγέννησης.

Γύρω από το Πύργο υπήρχε χαμηλός οκταγωνικός περίβολος (προτείχισμα) με τρεις επίσης οκταγωνικούς πύργους, το οποίο κατεδαφίστηκε στις αρχές του 20ου αιώνα.

Ο περίβολος αυτός χρησίμευε κυρίως για να προστατεύει τον πύργο από τη θάλασσα, αλλά θεωρείται πιθανή η χρήση του και για την τοποθέτηση βαρέων πυροβόλων τα οποία έλεγχαν την ακτογραμμή και το λιμάνι.

γ) Νεότερη εποχή : Κατά τον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ο πύργος στεγάζει το κέντρο διαβιβάσεων των Συμμάχων, ενώ το 1916 χρησιμοποίησαν έναν όροφό του για τη φύλαξη αρχαιοτήτων, από αρχαιολογίες εργασίες στη ζώνη ευθύνης του βρετανικού εκστρατευτικού σώματος.

Μετά την απελευθέρωση της πόλης (1912), το μνημείο περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο και έως το 1983 φιλοξένησε την αεράμυνα της πόλης το εργαστήρι Μετεωρολογίας του Παν/μίου και σύστημα Ναυτοπροσκόπων.

Από το 1983 έως το 1985 η Αρχαιολογική Υπηρεσία συντήρησε και αναστήλωσε το μνημείο και το διαμόρφωσε σε εκθεσιακό χώρο.

Ο πύργος με την μετατροπή του σε πολιτιστικό κέντρο, φιλοξένησε και φιλοξενεί συνεχώς διάφορες εκθέσεις. Ανήκει διοικητικά στο Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και από το 2006 λειτουργεί μόνιμα ως μουσείο της πόλης της Θεσ/νίκης.

δ) Ο Λευκός Πύργος : είναι κυλινδρικός με ύψος 33,9μ και διάμετρο 22,7μ. Διαθέτει ισόγειο και 6 ορόφους, οι οποίοι επικοινωνούν μεταξύ τους με εσωτερικό κλιμακοστάσιο (120μ), το οποίο εξελίσσεται κοχλιωτά και σε επαφή με τον εξωτερικό τοίχο.

Στο κέντρο κάθε ορόφου διαμορφώνεται μια μεγάλη κυκλική αίθουσα (8,5τρ), με την οποία επικοινωνούν μικρότερα τετράπλευρα δωμάτια, ανοιγμένα στο πάχος του εξωτερικού χώρου τοίχου.

Στον τελευταίο όροφο περιμετρικά της κεντρικής αίθουσας σχηματίζεται ένας κυκλικός εξώστης, ο οποίος προσφέρει εξαιρετική και πανοραμική

θέα της πόλης, αλλά και της θάλασσας.

Η ύπαρξη τζακιών , καπναγωγών και αφοδευτηρίων δείχνει πως ο πύργος προοριζόταν όχι μόνο, ως αμυντικό έργο αλλά και για στρατιωτικό κατάλυμα.

2) Επταπύργιο- Γεντί Κουλέ :

Α) Το φρούριο του Επταπύργιου γνωστό και με την οθωμανική ονομασία Γεντί- Κουλέ, βρίσκεται στο βορειοανατολικό άκρο των τειχών της πόλης, εντός της Ακρόπολης.

Αποτελείται από δύο ενότητες: Το βυζαντινό φρούριο, το οποίο συνθέτουν δέκα πύργοι με τα μεταξύ τους μεταπύργια διαστήματα και τον περίδρομο, καθώς και τα νεότερα κτίσματα των φυλακών, που έχουν κτιστεί εντός και εκτός του φρουρίου.

Οι πύργοι της βόρειας πλευράς αποτελούν τμήματα του παλαιού χριστιανικού τείχους της Ακρόπολης, ενώ αυτοί της νότιας προστέθηκαν πιθανότατα κατά τους Μεταβυζαντινούς χρόνους σχηματίζοντας τον κλειστό πυρήνα του φρουρίου. Το επταπύργιο δεν είναι συνολικά χρονολογημένο, λόγω των πολλών φάσεων που διέρχεται.

Τα κάστρα και τα τείχη της πόλης είναι δημιουργήματα προγενέστερων εποχών, καθώς ήταν απαραίτητα για την οχύρωση της πόλης και η δημιουργία τους υπολογίζεται κατά την ίδρυσή της.

Τα κάστρα πήραν την οριστική τους μορφή περίπου τον 4ον αιώνα, στα τέλη της αυτοκρατορίας του Μ. Θεοδοσίου.

Στη σημερινή μορφή μάλλον είναι της Παλαιολόγειας εποχής (14ος αιώνας). Το αυτοτελές φρούριο του Επταπύργιου υπήρξε διαχρονικά η Ακρόπολη της βυζαντινής Θεσ/νίκης.

Συγκεκριμένα αποτελούσε τον ύστατο προμαχώνα άμυνας, επειδή ολόκληρη η Ακρόπολη φιλοξενούσε τόσο το Επταπύργιο, όσο και ένα αυτοτελές σύστημα πύργων, πυλών και τειχών που διέθετε και έναν οικιστικό ιστό.

Γι?αυτό και στις πηγές οι κάτοικοι της Ακρόπολης λέγονται «Κουλαΐτες» σε αντίθεση με τους πολίτες της κάτω πόλης, τους «Βουργεσίους».

Η ονομασία «Επταπύργιο», απαντάται την περίοδο της Τουρκοκρατίας ως μίμηση- κατά μια άποψη- του επταπυργίου της Κων/πολης (YeniKoule), αντίστοιχου οχυρωματικού έργου του 15ου αιώνα.

Αναφορές στο φρούριο σε πρώιμες πηγές δεν υπάρχουν και οι μεταγενέστερες είναι συχνά ασταθείς. Το 1208-09 αναφέρεται ένα «castile» στη Θεσ/νίκη και το 1235 ο «καστροφύλαξ μετά των του Καστελίου Τζακόνων».

Αναφορές του 14ου και 15ου αιώνα στον «κουλά της Θεσ/νίκης» σχετίζονται, άλλοτε με το Επταπύργιο και άλλοτε με την Ακρόπολη συνολικά.

Ένα χρόνο μετά την κάλυψη της πόλης από τους Τούρκους 1430, ο πρώτος Τούρκος διοικητής Τσαούς- Μπέη ανασκευάζει τον κεντρικό πύργο εισόδου του Επταπύργιου και εντοιχίζει επιγραφή.

Αυτή η τελευταία προσθήκη ανακατασκευή, είναι ο Πύργος του Γεντί Κουλέ, ο οποίος έδωσε το όνομά του σε όλο το συγκρότημα του φρουρίου. Το 1591 στο φρούριο διαμένει ο Φρούραρχος με 300 άνδρες.

Χαμένη επιγραφή που περιγράφει ο Εβλιγιά Τσελεπή, Τούρκος περιηγητής του 17ου αιώνα, αναφέρει σε επιδιόρθωση του φρουρίου το 1646. Το 1732 σε έγγραφο καταγραφής τηλεβόλων και πυρομαχικών των φρουρίων της πόλης, αναφέρονται οι ονομασίες των πύργων του Γεδή Κουλέ.

Αργότερα το φρούριο εγκαταλείπεται, ωε έδρα διοικήσεως, αχρηστεύεται ως οχυρωματικό έργο και στα τέλη του 19ου αιώνα μετατρέπεται σε φυλακή.

Το κτίριο μέσα από τις διαφορετικές κατασκευαστικές φάσεις που πέρασε είναι ένα από τα πιο καλοδιατηρημένα μνημεία της Μεσαιωνικής οχυρωματικής στον ελληνικό χώρο.

Β) Ως φυλακή : Γύρω στο 1890 τον μνημείο χρησιμοποιήθηκε ως ανδρικές, γυναικείες και στρατιωτικές φυλακές. Κατά τη δεκαετία του 1890, το φρούριο μετατράπηκε σε φυλακή.

Η ακριβής ημερομηνία δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα, αλλά η φυλακή αναφέρεται σε χάρτη του 1899 της πόλης, παρέχοντας έτσι ένα terminusante-quem για την αλλαγή.

Αυτή η μετατροπή συνεπάγεται η απομάκρυνση όλων των προηγούμενων κτιρίων στο εσωτερικό του κάστρου, από τα οποία κανένα ίχνος δεν επιζεί.

Οι αλλαγές στις οχυρώσεις δεν ήταν σημαντικές αν και ο πρωταρχικός τους ρόλους αντιστράφηκε: από την προστασία των κατοίκων, από την εξωτερική απειλή, τώρα υπηρετούσε την απομόνωση κρατουμένων από τον έξω κόσμο.

Η φυλακή αποτέλεσε για καιρό τις κύριες εγκαταστάσεις σωφρονισμού της πόλης, όπου κρατούνταν φυλακισμένοι ανεξαρτήτου φύλου και εγκλήματος.

Νέα κτίρια, κτίστηκαν κατά μήκος των δύο πλευρών των τειχών, ώστε να βελτιωθεί η λειτουργικότητα του νέου σωφρονιστικού κέντρου.

Η εσωτερική αυλή, ήταν χωρισμένη από φράκτες σε 5 ξεχωριστές μονάδες και στο κέντρο τους στεγάστηκε το κεντρικό παρατηρητήριο.

Η φυλακή διέθετε μικρό ναΰδριο και άλλα παραρτήματα, ενώ το παράρτημα που βρισκόταν στο βορειοανατολικό πύργο καταστράφηκε κατά τη διάρκεια του Β? παγκόσμιου πολέμου.

Τα εξωτερικά κτίρια, στη νότια πλευρά του κάστρου, στέγαζαν τη διοίκηση, τις γυναικείες φυλακές και προς τα δυτικά, τα κελιά της απομόνωσης. Το κέντρο αυτό είχε αποκτήσει κακή φήμη κατά τη διάρκεια του καθεστώτος Μεταξά, της κατοχής και στη Μεταπολεμική περίοδο από τον εμφύλιο πόλεμο μέχρι και τη Χούντα.

Το 1989, οι φυλακές μεταφέρθηκαν, ο εσωτερικός χώρος αναδιαμορφώθηκε, ενώ προστέθηκαν εγκαταστάσεις και εξωτερικά του κτιρίου. Σήμερα το Επταπύργιο, ανήκει στην αρμοδιότητα του Υπουργείου Πολιτισμού.

3) Πύργος Τριγωνίου:

Ο μεγάλος βορειανατολικός κυλινδρικός πύργος της οχύρωσης της Θεσ/νίκης, που με βάση το κείμενο του ιστορικού της Αλώσεως της πόλης, Ιωάννη Αναγνώστη, ονομάστηκε από τους ιστορικούς ερευνητές, Πύργος του Τριγωνίου.

Κτίστηκε, ταυτόχρονα με τον Λευκό Πύργο και τον Πύργο Βαρδαρίου (πιθανότατα το δεύτερο μισό του 15ου αιώνα). Αποτελούσε ένα από τα ισχυρότερα οχυρά που έφτιαξαν οι Τούρκοι, προκειμένου να ενισχύσουν κρίσιμα σημεία της Βυζαντινής οχύρωσης της πόλης.

Πρόκειται για ένα κυλινδρικό κτήριο ύψους 20 μ και διαμέτρου 22 μ, που ελαττώνεται όσο αυξάνεται το ύψος του, (από 24,85 μ στη βάση του, έως 23,45 μ στη στάθμη του δώματος).

Η κλίση που έχει η εξωτερική επιφάνεια, λόγω της ελάττωσης της διαμέτρου του εμφανίζεται εντονότερη μέχρι τη στάθμη του λίθινου κοσμήτη καμπύλης διατομής που τον περιβάλει και στον οποίο οφείλει την οθωμανική του ονομασία, Τζιντζιρλή-Κουλέ = Πύργος της Αλυσίδας ή Κουσακλή-Κουλέ = Ζωσμένος Πύργος.

Ο πύργος κατασκευάστηκε για να αντιμετωπίσει τις νέες τεχνικές πολέμου με την χρήση πυροβόλων όπλων.

Ο όλος σχεδιασμός του εξυπηρετεί το παραπάνω σκοπό, όπως το μεγάλο πάχος των τοιχοποιιών του και το κυλινδρικό του σχήμα, που υπαγορεύτηκαν από την ανάγκη εξοστρακισμού των βλημάτων και την εξασφάλιση εποπτείας της γύρω περιοχής.

Στο σχεδιασμό αυτό περιλαμβάνονται και δύο προεξοχές στη νότια και δυτική πλευρά, που χρησίμευαν ως παρατηρητήριο και καταχύστρα αντίστοιχα.

Επίσης, κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας ο πύργος ενισχύθηκε με επιπλέον πυροβολικό και ο σκοπός ήταν να ενισχυθεί το ευαίσθητο εκείνο σημείο, στο οποίο υπολόγιζαν τις περισσότερες εισβολές. Η είσοδος στον πύργο γίνεται από τα δυτικά μέσω της ξύλινης πλατφόρμας, που στηρίζεται σε σύγχρονη μεταλλική κατασκευή.

Μετά την είσοδο δημιουργείται ένας τετράγωνος χώρος, ο οποίος καλύπτεται από χαμηλό θόλο που οδηγεί σε δύο κλιμακοστάσια, με κατεύθυνση το ένα προς τα βορειοδυτικά και το άλλο προς τα ανατολικά, τα οποία οδηγούν στο πρώτο επίπεδο και συγκεκριμένα σε τρείς θολωτούς χώρους που χρησιμεύουν ως πυροβολεία και σε ένα παρατηρητήριο-αποχωρητήριο, οι οποίοι οργανώνονται κυκλικά τοποθετημένοι στην εξωτερική πλευρά του πύργου.

Η συνέχεια του Β-Δ κλιμακοστάσιου οδηγεί στο δεύτερο επίπεδο, όπου διαμορφώνονται αριστερά του κλιμακοστάσιου ένα φυλάκιο ελέγχου της εισόδου, ενσωματωμένο στο βόρειο Βυζαντινό τείχος και δεξιά ένας ορθογώνιος κλειστός χώρος που χρησίμευε ως πυριτιδαποθήκη και ένας ακόμη χώρος, της φρουράς από όπου γινόταν ο έλεγχος της εισόδου στον Πύργο.

Σε αυτόν τον χώρο εντοπίζονται τα κύρια στοιχεία της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, όπως η θέση των μηχανισμών λειτουργίας των καταρρακτών, οι διαμπερείς οπές που λειτουργούν ως καταχύστρες καθώς και οι υποδομές που τις υποστήριζαν (το τζάκι και η δεξαμενή νερού).

Η παρουσία προϋπάρχοντος μεγάλου ορθογωνίου πύργου της Παλαιοχριστιανικής -Πρωτοβυζαντινής οχύρωσης που εντοπίστηκε ανασκαφικά, εσωτερικά μέσα στον πύργο, αποτελεί τον πυρήνα του πύργου που γνωρίζουμε.

Αυτό ακριβώς υπαγόρευσε την αναδιαμόρφωση της αρχικής σχεδίασης του δευτέρου επιπέδου. Η απόληξη του μνημείου ενισχύεται με τις κατάλληλα διαμορφωμένες για την άμυνα του πύργου επάλξεις.

Ο Πύργος του Τριγωνίου, της Άνω πόλης, όπως αναφέραμε, είναι ένα μνημείο που κτίστηκε από φέρουσα τοιχοποιία τον 15ο αιώνα μ.Χ. για οχυρωματικούς λόγους.

Σήμερα παρουσιάζει σημαντικές βλάβες στον φέροντα οργανισμό του, που περιλαμβάνουν έντονες ρηγματώσεις, προσβολή από την υγρασία και αποσάθρωση των κονιαμάτων πλίνθων και λίθων.

Κατά τον 20ο αιώνα, χρησιμοποιήθηκε από το Γ΄ σώμα στρατού. Το στοιχείο που διαφοροποιεί το μνημείο από παρόμοιες κατασκευές είναι η έλλειψη κεντρικής αίθουσας.

Το εσωτερικό του τμήμα αποτελείται από επιχωματώσεις κάτι που οφείλεται στη παρουσία προγενέστερων φάσεων, όπως τεκμηριώνεται από την ιστορική ανάλυση. Οι σεισμοί φόρτωσαν το μνημείο με νέα προβλήματα, μαζί με εκείνα του χρόνου.

Η παραλαβή του έργου δεν έχει γίνει ακόμη από το ΥΠΠΟ, ωστόσο ήδη, σε ένα μικρό ποσοστό, ο πύργος είναι επισκέψιμος με όλο το εσωτερικό του να μοιάζει με διπλό τείχος  

4)Φρούριο Βαρδαρίου

Στη νοτιοδυτική πλευρά της οχύρωσης της Θες/νίκης (πλατείας Δημοκρατίας-Βαρδαρίου) προεξέχει ένας πεταλόσχημος ελλειπτικός περίβολος <<κολλημένος>> στα δυτικά τείχη και με μια προεξοχή προς το βορρά. Είναι το φρούριο του Βαρδαρίου, όπως το ονομάζει Τουρκική έκθεση του 1733, γνωστό στους Θεσ/νίκης με τις ονομασίες Τοπ-Χανέ (Πύργος Πυροβολοστάσιου) και Ταμπάκ-Χανέ (Πύργος των Βυρσοδεψείων) από αυτά τα βυρσοδεψία που ήταν εγκατεστημένα στην περιοχή του.

Σύμφωνα με τον Τούρκο περιηγητή Τσελεμπή, το φρούριο κτίστηκε το 1546, από το Σουλτάνο Σουλεϊμάν τον Μεγαλοπρεπή κατά τη διάρκεια σύντομης παραμονής του στην πόλη.

Τα σχέδια είναι πιθανόν του τούρκου αρχιτέκτονα Σινάν, ενώ το ίδιο χρονικό διάστημα κτίστηκε και ο Λευκός Πύργος.

Το οχυρωματικό έργο που έχει τεχνικά χαρακτηριστικά για πόλεμο με πυροβόλα όπλα, ασφαλώς εντάσσεται στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού της οχύρωσης που ανέλαβαν οι Τούρκοι, με την κατάληψη της πόλης, το 1430.

Είναι ένα πολύ παλιό σύστημα οχυρώσεων (ένας πύργος, ο πρόβολος Δουργούτη χρονολογείται από τον 9ον μΧ), που διαρρυθμίστηκε ως οπλοθήκη και κανονιοστάσιο, το 16ον αιώνα.

Ο τετράγωνος πύργος στην ανατολική άκρη του, γνωστός ως Πύργος του Ανάγλυφου από το Ελληνιστικό ανάγλυφο που υπάρχει εντοιχισμένο σε αυτόν, επισκευάστηκε ριζικά το 862 από το βασιλικό Πρωτοσπαθάριο Μαρίνο με επιστασία του βασιλικού στράτορα Κακίκη.

Τις σχετικές πληροφορίες διασώζει επιγραφή χαραγμένη σε μάρμαρο, η οποία βρέθηκε κατά τις αναστηλωτικές εργασίες στον πύργο το 1981,ο οποίος διατηρείται σχεδόν σε όλο του το ύψος.

Επισκευές και ενισχύσεις έγιναν στο φρούριο κ αργότερα, με σπουδαιότερη αυτή του 1741, κατά την οποία διαπλατύνθηκε κατά 18μ. το νότιο τμήμα του τείχους προς το εσωτερικό, δημιουργώντας ανάχωμα στο οποίο κατασκευάστηκαν τρεις πυριτιδαποθήκες.

Πρόσφατες ανασκαφές έδειξαν ότι ο Πύργος του Ανάγλυφου πατά στη δυτική του πλευρά σε παλαιότερο τοίχο, κατασκευασμένο με μεγάλους ορθογώνιους δρόμους, ο οποίος κατευθύνεται Νότια.

Ο τοίχος αυτός ταυτίστηκε με το <<Τζερέμπουλο>> των Βυζαντινών πηγών του 15ου αιώνα, δηλ το λιμενοβραχίονα που έκλεινε το λιμάνι από τη νοτιοδυτική του πλευρά, βρισκόμαστε λοιπόν στην δυτική άκρη τεχνητού λιμανιού που κατασκεύασε ο Μ. Κων\νος το 323 μΧ.

Η θάλασσα εισχωρούσε, τότε στη σημερινή πόλη, γι?αυτό και κάτω από την τοιχοποιία βρέθηκαν πολλά ανακουφιστικά τούβλα μεγάλου πάχους, που χρησίμευαν για την απορρόφηση των κυμάτων της θάλασσας, που έφτανε σχεδόν, καθώς μαρτυρούν τμήματα του θαλάσσιου τείχους που βρέθηκαν σε ανασκαφές οικοπέδων, στις οδούς Λέοντος Σοφού, Τσιμισκή, Πλατεία Ελευθερίας.

Το συνολικό εμβαδόν του Βυζαντινού λιμανιού σχετίζεται σε 1τ.χ. Το λιμάνι καταχώθηκε σταδιακά στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και μετά την κατάχωση δημιουργήθηκε στο χώρο του η εμπορική συνοικία, τα σημερινά <<Λαδάδικα>>.

4)Οικοδομήματα της πόλης , που παρουσιάζουν ιδιαίτερο αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον.

1) Μπεζεστένι.

Το Μπεζεστένι είναι από τα πιο χαρακτηριστικά οικοδομήματα της Οθωμανικής περιόδου της Θεσσαλονίκης, μνημείο μάρτυρας για την ιστορία μιας πολυπολιτισμικής πόλης που κάποτε υπήρξε οθωμανικό κέντρο στα Βαλκάνια .

Τα Μπεζεστένια ήταν ένας πολύ σημαντικός θεσμός των οθωμανικών πόλεων ( Τουρκικά : bezesten ) ?η λέξη προέρχεται από την Αραβική λέξη Μπεζ ( bez ) , η οποία σημαίνει ρούχο ? ύφασμα και η οποία χρησιμοποιείται για τα κεντήματα και τα υπόλοιπα ακριβά αντικείμενα ? και την περσική κατάληξη ? ισταν .

Έτσι λοιπόν Μπεζεστένι , σημαίνει (υφασματαγορά ) , αλλά εκεί πωλούνταν και πολύτιμα αντικείμενα , φυλάσσονταν έγγραφα και περιουσιακά στοιχεία , γινόταν έλεγχος της ποιότητας των εμπορευμάτων και καθορίζονταν οι ισοτιμίες των νομισμάτων.

Το κτίριο βρίσκεται στη συμβολή των οδών Βενιζέλου και Σολωμού απέναντι από το Χαμζά Μπέη Τζαμί και το παλιό δημαρχείο της πόλης.

Κτίστηκε τον 15ο αιώνα << κατά την κλασική περίοδο της Οθωμανικής αρχιτεκτονικής , από τον Σουλτάνο Μεχμέτ Β΄ ( 1455 -1459) ή κατά άλλους από το Βαγιαζίτ Β΄ τέλος του 15ου αιώνα , για να προστατεύονται τα πολύτιμα μεταξωτά , βελούδινα υφάσματα και τα χρυσά αντικείμενα . Έτσι λοιπόν μπορούμε να πούμε ότι το Μπεζεστένι , ήταν μία κλειστή αγορά .

Ήδη από τον 16ο αιώνα περιηγητές της εποχής περιγράφουν το κτίριο ως μια από τις πιο όμορφες αγορές των Βαλκανίων .

Το Μπεζεστένι είναι ένα ορθογώνιο κτίριο με 4 εισόδους μία σε κάθε δρόμο που τον περιβάλλει . Η κεντρική είσοδος είναι επί της οδού Ελευθερίου Βενιζέλου και καλύπτεται με 6 μολυβδοσκέπαστους θόλους σε δύο σειρές , οι οποίοι φέρονται με την βοήθεια επτά διπλών θόλων που πατούν πάνω σε κεντρικούς πεσσούς .

Πριν την ένωση της Θεσσαλονίκης με την Ελλάδα , η Ελευθερίου Βενιζέλου ονομαζόταν λεωφόρος SabriPasa και ήταν ο κεντρικός εμπορικός δρόμος της πόλης , όπου εκτός , από το Μπεζεστένι , υπήρχαν πολλά εργαστήρια ,χάνια , καφενεία , γραφεία και αποθήκες. Τα περισσότερα κτίρια ανήκαν σε Εβραίους της Θεσσαλονίκης.

Το Μπεζεστένι βρισκόταν στην αγορά της πόλης . Η περιοχή της κυρίως αγοράς , άρχιζε από την οδό Εγνατίας και έφθανε ως τη νότια πλευρά της εκκλησίας του Αγίου Μηνά .

Ανατολικά έφθανε έως την πλατεία των Χαλκέων και το λουτρό της αγοράς και δυτικά ως την πύλη της παραλίας .

Η οδός Βενιζέλου χώριζε την αγορά στο ανατολικό τμήμα που βρισκόταν από τα αριστερά στο τμήμα των Εβραίων και το δυτικό τμήμα που βρισκόταν στα χέρια των Τούρκων .

Στη Θεσσαλονίκη , όπως και σε άλλες οθωμανικές πόλεις , εφαρμόζονταν το σύστημα των ιδιαίτερων για κάθε επάγγελμα αγοριών κατά τα πρότυπα των μεσαιωνικών ανατολικών κρατών .

Οι επαγγελματίες , ήταν οργανωμένοι σε<< εσνάφια >>, συντεχνίες τα καταστήματα και τα εργαστήρια της κάθε συντεχνίας στεγάζονταν σε ορισμένο χώρο .

Η συγκέντρωση των ομοειδών επαγγελματιών και τεχνιτών σε ορισμένους χώρους της αγοράς δεν άλλαξε κατά την διάρκεια των οθωμανικών χρόνων και μερικές αγορές διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα.

Το Μπεζεστένι είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της σταθερότητας με τη οποία διατηρείται αυτή η παράδοση στην πόλη .Το άλλοτε οθωμανικό κτίριο παραμένει σήμερα αγορά .

Στο χώρο του κτιρίου πριν από την πυρκαγιά του 1917 , υπήρχαν εσωτερικά 69 μικρά καταστήματα και εξωτερικά 44 , πιθανόν ξύλινης κατασκευής .

Τα καταστήματα που υπάρχουν σήμερα περιμετρικά του κτιρίου είναι προσθήκες των αρχών του 20 ου αιώνα .

Μετά τους σεισμούς του 1978 έγιναν αναστηλωτικές εργασίες , κατά την διάρκεια των οποίων , πάνω στους μολυβδοσκέπαστους θόλους , βρέθηκαν χαράγματα σε Τούρκικη , Ελληνική, Γαλλική, και Νοτιοσλαβική γλώσσα, που ανήκαν στους μαστόρους που δούλεψαν κατά καιρούς για τις επισκευές της σκεπαστής αγοράς .

Σήμερα , εκτός από την αρχική του χρήση λειτουργεί και εκθεσιακός χώρος στο πατάρι του , αλλά συγχρόνως συνεχίζεται να στεγάζονται και διάφορα καταστήματα. Έτσι λοιπόν το Μπεζεστένι είναι ένας ιστορικός χώρος ενταγμένος στην καθημερινή ζωή της πόλης , από τον 15ον αιώνα, μέχρι σήμερα .

2) Τουρπές Μούσα Μπαμπά :

Ο Τουρπές Μούσα Μπαμπά, είναι ένα οθωμανικό ταφικό μνημείο / μαυσωλείο, μοναδικό στο είδος του, το οποίο κτίστηκε περίπου τον 16ον αιώνα. Βρίσκεται στην Άνω Πόλη, στην πλατεία Τερψιθέας.

Το κτίριο έχει οκταγωνική κατασκευή και αποτελεί τον τάφο του Μούσα Μπαμπά. Ο Μούσα Μπαμπά, ήταν άγιος μουσουλμάνος Μπαμπά του Τάγματος των Μπεκτασίδων Δερβίσηδων.

Η αυλή της σημερινής πλατείας Τερψιθέας, κατά το παρελθόν, αποτελούσε την αυλή ενός τεκέ (Μονή Μπεκτασίδων).

Ο προσκηνυματικός χώρος του μαυσωλείου κρατήθηκε και από τους χριστιανούς πρόσφυγες που μετακινήθηκαν στην περιοχή και φτάνει μέχρι τις ημέρες μας, όπως δηλώνει ναΐσκος του Αγίου Χαραλάμπου, που βρίσκεται νότια του Μαυσωλείου.

Ο Άγιος Χαράλαμπος ταυτίζεται με τον ιδρυτή του Τάγματος των Μπεκτασίδων Μπεκτάς Χατζή Βελή, ο οποίος θεωρείται και η μετεμψύχωσή του.

Το μνημείο έχασε την αίγλη του ως μνημείο την εποχή του Σουλτάνου Μαχμούτ Β? (1808-1839), μετά από τις απόπειρες, που έκανε για μεταρρυθμίσεις.

Σήμερα γίνονται αναστηλωτικές εργασίες και επεμβάσεις, με σκοπό την αποκατάσταση του συνόλου των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών του μνημείου.

3) Το Σιντριβάνι των οδών Εγνατίας και Εθνικής Αμύνης

Το κεντρικό Συμβούλιο Νεώτερων Μνημείων χαρακτήρισε ως μνημείο το χαρακτηριστικό σιντριβάνι της Θεσ/νίκης με την πολυκύμαντη ιστορία, στη συμβολή των οδών Εγνατίας και Εθνικής Αμύνης, το οποίο αποτελεί τόπο συνάντησης των κατοίκων της πόλης και ένα από τα τοπόσημα της πόλης.

Το σιντριβάνι ένα αξιόλογο στοιχείο ιστορικού αστικού εξοπλισμού της πόλης, είναι άρρητα συνδεδεμένο με την περίοδο δράσης του Οθωμανού διοικητή Σαμπρή Πασά, κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής και της μεγάλης κλίμακας πολεοδομικής παρέμβασης που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο της διαδικασίας εκσυγχρονισμού της πόλης, στην διάρκεια της περιόδου αυτής.

Η μεγάλη λεωφόρος BoulevataHamdye ( σημ. Εθνικής Αμύνης), τελείωνε με το Σιντριβάνι, δώρο του Σουλτάνου που την οραματίστηκε, του Αβδούλ Χαμίτ. Για πολλά χρόνια θυμούνταν στην πόλη πως στα εγκαίνια του ανάβλυσε σιρόπι από κεράσι.

Η λεωφόρος γνωστή και ως τα «Βασιλικά» καθώς και όλα τα κτίρια της ανήκαν στον Σουλτάνο, φιλοξενούσε τα ξένα προξενεία, πολυτελείς επαύλεις, καφενεία, καθώς και την περίφημη Σχολή Ιδαδιέ ( σημ. κτίριο Παν/μίου).

Με το όνομα της λεωφόρου ήταν γνωστή στους Τούρκους και όλη η καινούρια παραλιακή συνοικία που οι Έλληνες αποκαλούσαν «Πύργους» ή συνοικία «των Εξοχών» .

Η κατασκευή του από λευκό μάρμαρο στο τέλος του 19ου αιώνα , έγινε με συνδυασμό οθωμανικών και δυτικότροπων στοιχείων και ήταν επηρεασμένη από τις πολυάριθμες κρήνες της Οθωμανικής αυτοκρατορίας που κοσμούσαν την πόλη.

Το ανώτερο τμήμα του χαρακτηρίζεται από κλασική δυτικοευρωπαϊκού μορφή, ενώ ο οβελίσκος παραπέμπει σε αιγυπτιακά πρότυπα. Το σιντριβάνι εγγράφεται σε κυκλική βάση και αποτελείται από τρία ημικύκλια (γούρνες).

Τα διαχωριστικά ελικωτά φουρούσια φέρνουν διάκοσμο με ανθέμια και ανάγλυφο στέφανο με κορδέλα (χαρακτηριστικός δυτικοευρωπαϊκός διάκοσμος της εποχής).

Στο πίσω μέρος κάθε γούρνας υπάρχει διάκοσμος με σταγόνες, που παραπέμπει στην αρχαία ελληνική αρχιτεκτονική των ναών και το νεοκλασικισμό.

Το νερό κυλά μέσα από λεοντοκεφαλές, στοιχείο που συναντάται στη λαϊκή αρχιτεκτονική του τόπου. Τα εγκαίνια έγιναν με ιδιαίτερη λαμπρότητα, ο θεμέλιος λίθος τοποθετήθηκε σε επίσημη τελετή το Μάρτιο του 1889.

Η νέα πλατεία που διαμορφώθηκε γύρω από την κρήνη θα γίνει κέντρο ζωής της πόλης και θα ονομαστεί ? όχι τυχαία- πλατεία Ταξίμ σε αναλογία με εκείνη της συνοικίας Πέραν στην Κων/πόλη.

Εκτός από διακοσμητικό ρόλο, η κρήνη είχε και πρακτικό χαρακτήρα, αφού προοριζόταν για να προσφέρει νερό σε διαβάτες και για το πότισμα ζώων .

Το 1936 ο Δήμος Θεσ/νίκης έβγαλε το σιντριβάνι για διευκόλυνση της κυκλοφορίας, το πέταξε ως άχρηστο στο παλιό γήπεδο της ΧΑΝΘ και αργότερα το μετέφερε στο εργοτάξιο του δήμου.

Ήταν η εποχή που διανοίχτηκε η Εγνατία οδός. Το σιντριβάνι παρέμεινε για πολλά χρόνια στο εργοτάξιο του Δήμου στην Τούμπα, ενώ κάποια μαρμάρινα τμήματα του καταστράφηκαν, καθώς πέρασαν με απερισκεψία σε δεύτερη χρήση.

Το 1976 εντοπίστηκαν στο εργοτάξιο τμήματα από το Σιντριβάνι: τρεις μαρμάρινες ημικυκλικές γούρνες , ένα από τα τρία φουρούσια και η βάση του οβελίσκου.

Έπειτα από έρευνα σε φωτογραφίες αρχείου και τουρκικά σχέδια, έγινε εφικτή η αποκατάσταση του. Το 1977 αναστηλώθηκε, ωστόσο ολόκληρο σχεδόν το πάνω τμήμα είναι πιστό αντίγραφο του αυθεντικού.

Η επανατοποθέτηση του στις 20 Ιουλίου του 1977 δεν έγινε στην ακριβή θέση, αλλά σε πολύ κοντινό σημείο, λόγω των πολεοδομικών ανασχηματισμών.

Σήμερα αποτελεί, τοπόσημο για την πόλη, ενώ παρά την πολύπαθη ιστορία του δεν εμφανίζει ιδιαίτερα προβλήματα, αλλά περιορισμένες φθορές (τοπικές θραύσεις, ρηγματώσεις, βιολογική κρούστα λόγω περιβαλλοντολογικής ρύπανσης και γκράφιτι).

Το σιντριβάνι αποτελεί ένα αξιόλογο δείγμα αστικού εξοπλισμού της Θεσ/νίκης του τέλους του 19ου αιώνα, με πολεοδομική και ιστορική σημασία, επίσης αποτελεί τεκμήριο της πολεοδομικής εξέλιξης της πόλης κατά τα όψιμα χρόνια της οθωμανικής περιόδου και θεωρείται σήμα κατατεθέν για τους κατοίκους.

4) Διοικητήριο (Κονάκι)

Το κτίριο του Διοικητηρίου χτίστηκε το 1891 και είναι έργο του γνωστού Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, σε εκλεκτικιστικό ρυθμό, τον οποίο εφάρμοζε σε όλα τα δημόσια κτίρια που έκτισε στην πόλη (Παλαιά Φιλοσοφική Σχολή, Στρατηγείο ο Γ? Σώματος Στρατού). Οικοδομήθηκε λίγο νοτιότερα από το παλιό Κονάκι, το οποίο πρέπει να έχει κτιστεί στα ερείπια Βυζαντινού Παλατιού.

Ήταν έδρα του Βαλή της Θεσ/νίκης και στέγαζε το Δημοτολόγιο, Υποθηκοφυλακείο, λογιστήριο, κτηματολόγιο, Ειρηνοδικείο, την αίθουσα του Νομαρχιακού Συμβουλίου, τη Διεύθυνση εξωτερικών υποθέσεων αστυνομία και χωροφυλακής, Πρωτοδικείο, Εμποροδικείο και Ιεροδικείο.

Αποτελούσε το διοικητικό κέντρο της πόλης και γύρω του ήταν χτισμένα, ένα Τζαμί ( Σαατλί Τζαμί), στο οποίο έγινε η σφαγή των προξένων Γαλλίας και Γερμανίας το 1876),ένα λουτρό, τα διαμερίσματα του χαρεμιού, αστυνομικές αρχές, υπηρεσίες, φυλακές, στάβλοι και τηλεγραφικό κέντρο.

Το 1907 το Διοικητήριο φιλοξένησε την Τουρκική Νομική Σχολή, ενώ σ? αυτό κατέλυσε ο Σουλτάνος Μεχμέτ Ρεσάτ το 1911, όταν επισκέφτηκε την πόλη.

Στο κτίριο αυτό υπογράφηκε από τον Τούρκο αρχιστράτηγο του Ελληνοτουρκικού Πολέμου του 1912, Χασάν Ταξίμ, η παράδοση της πόλης στον Ελληνικό Στρατό , στις 26 Οκτωβρίου 1912.

Στην διάρκεια της φοβερής πυρκαγιάς του 1917, το Διοικητήριο παρέμεινε ανέπαφο, από την φωτιά, αν και ο περιβάλλων χώρος του μνημείου καταστράφηκε από την πύρινη λαίλαπα. Τότε διαμορφώθηκε η πλατεία νότια του κτιρίου αναδεικνύοντάς το.

Αρχικά το κτίριο ήταν τριώροφο, ο τέταρτος όροφος προστέθηκε, όταν έγιναν οι εργασίες αποκατάστασης το 1955, προκειμένου να στεγάσουν περισσότερες υπηρεσίες.

Σήμερα το κτίριο στεγάζει τη Γενική Γραμματεία Μακεδονίας- Θράκης και άλλες δημόσιες υπηρεσίες. Επίσης το κτίριο φέρει χαρακτηριστικά Νεοκλασικιστικής και Αναγεννησιακής αρχιτεκτονικής :Τριμερής κατάτμηση επιπέδων, συμμετρία και κανονικότητα, ψευδοκίονες και εξέχουσες κορνίζες.

Το κτίριο περιτρέχει ένα εσωτερικό αίθριο. Το αρχικό αέτωμα της πρόσοψης, στυλ Οθωμανικού Μπαρόκ, αντικαταστάθηκε από τριγωνικό αέτωμα, όταν προστέθηκε ο τέταρτος όροφος.

Ε) Η συνοικία των ?Εξοχών?

Α) Η Θεσ/νίκη, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, όντας το μεγαλύτερο αστικό κέντρο στο χώρο δυτικά της Κων/πόλης, με 120.000 κατοίκους, βρίσκεται σε ιδιαίτερη πλεονεκτική θέση για να εκμεταλλευθεί τα αποτελέσματα των μεταρρυθμίσεων που επιχειρούνται από το 1839 και μετά στην οθωμανική αυτοκρατορία, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για μια σειρά επεμβάσεων με στόχο τον εκσυγχρονισμό της λειτουργίας της πόλης.

Στην πόλη οι επεμβάσεις αυτές συνοψίζονται στην κατεδάφιση μέρους των τειχών, στη χάραξη νέων δρόμων, στην κατασκευή του λιμανιού, στις επεκτάσεις και τις δυνατότητες επανασχεδιασμού του πολεοδομικού ιστού.

Μετά λοιπόν σε αυτή τη δραστηριότητα δημιουργούνται δύο νέες συνοικίες εκτός των τειχών: Το Τσαΐρι στα δυτικά και η Χαμηδιέ ανατολικά.

Για τη συνοικία των ?Εξοχών?, όπως είναι γνωστή, η Χαμηδιέ, κύριος στόχος ήταν η ανάπτυξη μιας κατ' εξοχήν περιοχής κατοικίας βασισμένης σε νέες προδιαγραφές και η εγκατάσταση μιας νεοσύστατης και κυρίαρχης αστικής τάξης κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου.

Β) << Οι πύργοι, οίτινες, χωριζόμενον από της πόλεως διά του Εβραϊκού νεκροταφείου, αποτελούν όντως μέρος αυτής, ως θερινή μάλλον αριστοκρατική συνοικία, είναι ο προσφιλέστερος περίπατος των Θεσ/νικέων. Είνε τα Πατήσια ή το Φάληρον των Αθηνών, το προάστειον, εκείνον το τελείως ευρωπαϊκόν την όψιν>>, αναφέρει ο Βαρδουνιώτης, στο ημερολόγιο του Σκόκκου, στα 1893.

<<Πύργοι (εντυπωσιακά νεοκλασικά αρχοντικά) ή Εξοχές, ήταν οι ονομασίες με τις οποίες ήταν ευρύτερα γνωστή η περιοχή έξω από τα νοτιοανατολικά τείχη της πόλης, ως ιδιαίτερη συνοικία με το όνομα Χαμηδιέ, προς τιμή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ του Β?, αναφέρεται για πρώτη φορά στα συνοπτικά φορολογικά βιβλία Hulasa του 1895.

Ο κύριος οδικός άξονας της νέας συνοικίας της περιοχής των Πύργων ή Εξοχών είναι η σημερινή Βασιλίσσης Όλγας. Η λεωφόρος Χαμηδιέ ξεκινούσε από το Λευκό Πύργο και κατέληγε στην Πλατεία Σιντριβανιού.

Τα κτίρια της συνοικίας ανήκαν στον Σουλτάνο, με αποκλειστικό σκοπό την εκμετάλλευση τους. Τα κτίρια νοικιάζονταν σ? επιφανείς κατοίκους της πόλης (τραπεζίτες, αξιωματούχους, Πρόξενους κλπ), ενώ τα χρήματα πήγαιναν στο ταμείο του Αυτοκρατορικού θησαυροφυλακίου. Φυσικά στη συνοικία υπήρχαν κτίρια που τα κατείχαν πλούσιες μεγαλοαστικές οικογένειες της πόλης, διαφορετικής εθνικής καταγωγής.

Η ονομασία <<εξοχές>>, οφείλεται στην περιορισμένη δόμηση της συνοικίας, στην ύπαρξη μεγάλου αριθμού αγροτικών εκτάσεων και στον ημιμόνιμο χαρακτήρα της κατοικίας.

Όσον αφορά τους <<Πύργους>>, δεν ήταν παρά μικρής αξίας και έκτασης κτίσματα με κάποια οχυρωματική δόμηση ή διάταξη, που χρησίμευαν ως θερινές κατοικίες καθώς και για την διανομή αυτών που ασχολούνταν με την καλλιέργεια των κτημάτων.

Οι λόγοι για τους οποίους πολλοί κάτοικοι αποφασίζουν να επιλέξουν ως τόπο μόνιμης διαμονής τη νέα συνοικία, είναι συγκεκριμένοι και συνδέονται άμεσα με τον εκσυγχρονισμό της Θεσ/νίκης.
Η κατεδάφιση των τειχών, η χάραξη της οδού Χαμηδιέ εξασφαλίζουν την άρση των φυσικών εμποδίων για την επέκταση της πόλης και την πρώτη πολεοδομική επέμβαση από κρατικής πλευράς.

Η συγκοινωνιακή σύνδεση της συνοικίας με ιππήλατο τραμ το 1892, καθώς και οι έντονες στεγαστικές ανάγκες που δημιουργούνται μετά την πυρκαγιά του 1890, θέτουν τις βάσεις για την περαιτέρω εξέλιξη της συνοικίας.

Από τα κτίρια που έχουν ταυτισθεί συμπεραίνουμε, ότι πολλοί κάτοικοι των εξοχών ανήκουν σε υψηλά κοινωνικά στρώματα, διαθέτουν ιδιαίτερη οικονομική άνεση και κατέχουν σημαντικά αξιώματα.

Τούρκοι αξιωματούχοι, ο Στρατάρχης, ο Δήμαρχος της πόλης, ξένοι Πρεσβευτές, Δ/ντές Τραπεζών, ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι, Βιομήχανοι, Έμποροι, Επιστήμονες, Ξένοι υπήκοοι, συγκαταλέγονται μεταξύ των κατοίκων της νέας συνοικίας.

Ανάμεσα τους αναφέρονται μερικές από τις σημαντικότερες οικογένειες της πόλης όπως: Άμποτ, Αλλατίνη, Μοδιάνο, Χατζηλαζάρου, Φερναντέζ, Καπαντζή κ.ά.

Η εγκατάστασή τους στις εξοχές και κυρίως κατά μήκος της κεντρικής λεωφόρου, σε <<μέγαρα μεγαλοπρεπέστερα>>, είναι ιδιαίτερης σημασίας για την κοινωνική τους θέση και αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα στην επιλογή της κατοικίας τους.

Το μόνο σωζόμενο βασικό φορολογικό βιβλίο της συνοικίας του 1906, παρέχει μια πλήρη εικόνα της εθνικής -θρησκευτικής σύστασης του πληθυσμού της, όπου οι τρεις κοινότητες της πόλης εκπροσωπούνται με ίσα περίπου ποσοστά, γεγονός που επαληθεύεται και από το ιδιοκτησιακό καθεστώς των κατοικιών που έχουν ταυτισθεί.

Στις εξοχές η εγκατάσταση των κατοίκων δεν ακολούθησε το χωρικό διαχωρισμό της εντός των τειχών πόλης, αλλά βασίστηκε σε άλλα κριτήρια καθαρά οικονομικού και κοινωνικού χαρακτήρα.

Επόμενο λοιπόν, ήταν πολλοί να αναζητήσουν στέγη στις εξοχές όπου οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες για την ανέγερση νέων τύπων κατοικίας, προσαρμοσμένων στον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής στο κέντρο της πόλης.

Η υγιεινή διαβίωση, η ύπαρξη υπαίθριων χώρων και οι νέες κατασκευαστικές μέθοδοι θεωρούνται ως προϋποθέσεις για την ανέγερση της καινούργιας κατοικίας ενώ η κοινωνική και οικονομική κατάσταση των ιδιοκτητών, υπαγορεύουν τα μεγέθη, τον τύπο της κατοικίας και την επιλογή της μορφής του κτιρίου.

Τα κτίρια της συνοικίας κινούνται μέσα στο πλαίσιο του εκλεκτισμού, αρχιτεκτονικού κινήματος και διεθνούς στυλ της εποχής .Μέσα από αυτό πιστοποιείται η ικανότητα του αρχιτέκτονα, αλλά και η κοινωνική θέση και η εθνική-θρησκευτική ταυτότητα του ιδιοκτήτη.

Συνοπτικά θα μπορούσαμε να δεχθούμε μια έφεση των διαφόρων κοινοτήτων για υιοθέτηση χαρακτηριστικών αρχιτεκτονικών προτύπων από τις μητροπόλεις τους ή από σημαντικές ομοεθνείς κοινότητες του εξωτερικού.

Γ) Το ίδιο χρονικό διάστημα, παρατηρείται στα δημόσια κτίρια καθώς και σε άλλα νεόδμητα και παλαιά οικοδομήματα διαφόρων τύπων και χρήσεων μια ανάλογη αρχιτεκτονική καινοτομία.

Τα κτίρια αυτά δημιουργούν τομή στην εικόνα της πόλης και ορίζουν νέα σημεία αναφοράς στο περίγραμμά της.

Τα κτίρια κινούνται στα πλαίσια του εκλεκτισμού, ο οποίος συνδυάζει μορφές που ανήκαν σε διαφορετικούς αρχιτεκτονικούς ρυθμούς και οι οποίες αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, ομογενοποιούνται και συνυπάρχουν σε ένα σύστημα ιδιαίτερης συμβολικής αξίας. Τα κτίρια που ξεχωρίζουν είναι: Τα Δημόσια κτίρια όπως:

Το Αυτοκρατορικό Λύκειο (1887), το Στρατηγείο (1903), το Δημοτικό Νοσοκομείο (1902), το Τελωνείο (1910). Επίσης στον ίδιο ρυθμό κινούνται τα εξής κτίρια: Παπάφειο Ορφανοτροφείο (1903), το Λύκειο της Λαϊκής Αποστολής (1908), το ξενοδοχείο Splendid (1907), το εμπορικό Stein (1908)που στέγαζε μεγάλο ευρωπαϊκό οίκο.

Επίσης τα νοσοκομεία: Θεαγένειο, το Ρωσικό, το Ιταλικό της Βασίλισσας Μαργαρίτας και το Ισραηλιτικό Hirsch. Ακόμη ξεχωρίζουν η Στοά Davidetto του οίκου Φερναντέζ, οι Στοές Κύρτση και Τούρπαλη.

Τέλος με έντονο μνημειακό χαρακτήρα αναφέρουμε και τα λεγόμενα <<βιομηχανικά παλάτια>> Μύλος Αλαττίνη (1854), Ζυθοποιία-Όλυμπος (1893), κ.ά. που θα τα καταστήσει σύμβολα της νέας εικονογραφίας της πόλης.
Όπως αναφέραμε στην αρχή η λεωφόρος Χαμηδιέ, περιλάμβανε σπουδαία οθωμανικά κτίρια, όμως υπήρχαν και άλλα σημαντικά κτίρια που ξεχώριζαν για την ομορφιά τους, την επιβλητικότητά τους και άνηκαν σε επιφανείς και πλούσιους Θεσ/νικείς διαφόρων εθνικοτήτων.

Στη συνέχεια θα αναφέρουμε κάποια σημαντικά κτίρια της περιόδου, χωρίς να θέλουμε να αδικήσουμε κάποια, που θα παραλείψουμε.

1)Οικία Μπενουζίλιο:

Κτίστηκε στα 1900, από τον Τ. Ραζή και το 1909 περιήλθε στον Ελί Μπενουζίλιο και τη σύζυγό του.

Μετά το θάνατό τους στην Πολωνία (Μπιργκενάου), το ακίνητο περιέρχεται σε κληρονόμους και στην Ισραηλιτική Κοινότητα. Κατεδαφίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του   1970.

2)Έπαυλη Μεχμέτ-Καπαντζή:

Η έπαυλη χτίστηκε σε σχέδια του Π. Αραγκόνι το 1895.

Μετά το 1912 το κτήριο χρησιμοποιήθηκε ως κατοικία του πρίγκιπα Νικόλαου, πρώτου στρατιωτικού διοικητή της Μακεδονίας.

Το 1916 φιλοξενεί τον Ε. Βενιζέλο και το 1917 τον Εσάτ Πασά, αλβανός στρατηγός και πρώην στρατιωτικός διοικητής Ιωαννίνων.

Το 1925 περιέρχεται ως ανταλλάξιμο στην Εθνική Τράπεζα, στην οποία ανήκει ακόμη. Από το 1988 στεγάζεται σε αυτό το πολιτιστικό κέντρο της Εθνικής Τράπεζας.

3) Οικία Ραχμή- Μπέη:

Ο Ραχμή- Μπέης, γιός Ριζά, δημοτικός σύμβουλος και βουλευτής της κυβέρνησης των Νεότουρκων, έκτισε το 1906 την έπαυλη.

Το 1912 όμως την πούλησε στο βέλγο Τραπεζίτη Jose Allata.

Στέγασε το τμήμα θηλέων του κολλεγίου Ανατολία μέχρι το 1940 και για κάποιο διάστημα πριν από την κατεδάφισή του, στις αρχές του 1970 τα εκπαιδευτήρια Βαλαγιάννη.

4) Casa Bianca:

Η βίλλα Μπιάνκα κτίστηκε το 1911 από τον Ντίνο Ιωσήφ Φερναντέζ-Ντία, εβραϊκής καταγωγής, μεγαλέμπορο της Θεσ/νίκης.

Τα σχέδια της Βίλλας, που όφειλε την ονομασία της, στην σύζυγο του Ντίνο Φερναντέζ Blanche ή Bianca, είχε εκπονήσει ο Ιταλός αρχιτέκτονας Αριγκόνι, το κτήριο ξεχωρίζει για την λαμπρότητά του, τον πλούτο και τη μοναδική αρχιτεκτονική του έκφραση.

Το 1976 ανακηρύχτηκε διατηρητέο. Σήμερα, ανήκει στο Δήμο της Θεσ/νίκης, όπου πραγματοποιούνται διάφορες πολιτιστικές και καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, κυρίως εικαστικές.

5) Βίλλα Αλλατίνη:

Είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά οικοδομήματα της παλαιάς Θεσ/νίκης, που διασώζεται μέχρι σήμερα, για να θυμίζει το παρελθόν της κοσμοπολίτικης πόλης.

Ένας από τους παλαιούς εβραϊκούς τόπους, μνημείο-δείκτης της ιστορίας της πολυπολιτισμικής κοινότητας της Θεσ/νίκης. Χτίστηκε το 1896, σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, ως εξοχική κατοικία, της πλούσιας εβραϊκής οικογένειας, Αλλατίνη, γνωστής επίσης και για τις επιχειρηματικές της δραστηριότητες.

Στην οικογένεια ανήκε ακόμη ο περίφημος Μύλος Αλλατίνη της οδού Ανθέων, και η Τράπεζά τους στην πλατεία Χρηματιστηρίου, που βρίσκεται στην σημερινή στοά της Μαλακοπής, στο ιστορικό κέντρο της πόλης.

Το κτήριο χρησιμοποιήθηκε από το 1909 έως το 1912, ως κατοικία και φυλακή του Σουλτάνου Αβδούλ Χαμίτ Β?, που εκθρονίσθηκε από τους Νεότουρκους. Το 1926, στέγασε το νεοϊδρυόμενο, τότε Παν/μιο της πόλης, ενώ στον πόλεμο του 1940 χρησιμοποιήθηκε, ως νοσοκομείο.

Η Βίλλα βρισκόταν στο ανατολικότερο όριο της νέας συνοικίας που κατέληγε η οδός Πύργος (σημερινή Βασιλίσσης Όλγας). Τα νεότερα χρόνια στη Βίλλα, είχε την έδρα του ο Νομάρχης της πόλης και μέρος των υπηρεσιών του. Σήμερα είναι η έδρα της περιφερειακής διοίκησης της Κεντρικής Μακεδονίας.

6) Βίλλα Μορντώχ - Δημοτική Πινακοθήκη:

Κτίσθηκε το 1905 σε σχέδια του Ξ. Παιονίδη, από τον Σεϊφουλάχ Πασά, υπασπιστή του Σουλτάνου και Νομάρχη Ιωαννίνων. Σήμερα ανήκει στο Δήμο Θεσ/νίκης και στέγασε τη Δημοτική Πινακοθήκη και διάφορες υπηρεσίες του Δήμου.

7) Δημοτικό Νοσοκομείο:

Οι εργασίες ανοικοδόμησης του ιδρύματος της πόλης άρχισαν το 1902-03 στο χώρο μεταξύ του νεκροταφείου της Ευαγγελίστριας και του Αγιάσματος του Άγιου Παύλου.

Η πρωτοβουλία για την ίδρυσή του οφείλεται στο Δήμαρχο Χουλουσή Μπεή, ενώ ως αρχιτέκτων φέρεται ο Ξ. Παιονίδης. Μετά την απελευθέρωση το νοσοκομείο μετονομάστηκε σε <<Άγιος Δημήτριος>>.

8) Μέγαρο Τελωνείου:

Θεμελιώθηκε το 1910, από τον Υπουργό Οικονομικών των Νεοτούρκων, Τζαβίτ Μπεή και τα σχέδιά του είχε ο μηχανικός Ελί Μοδιάνο, απόφοιτος της Ecole Centrale του Παρισιού και ειδικευμένος στις πρωτοπόρες για την εποχή εκείνη κατασκευές από οπλισμένο σκυρόδεμα. Είχε μήκος 200μ. και ήταν το πρώτο κτίριο της πόλης με σκελετό από σκυρόδεμα.

9) Ξενοδοχείο Splendid:

Κτίστηκε το 1907 από τον Κ. Ρώμπαπα.

Το κτίριο καταστράφηκε μερικώς στην πυρκαγιά του 1917 και μετά την εκ βάθρων επισκευή του, στέγασε το ξενοδοχείο Mediterranean Palace.

Πρόκειται για αποθέωση του εκλεκτικισμού, όπου ο διάκοσμος και οι περίτεχνες λεπτομέρειες επιβάλλονται στη μορφή του κτιρίου και διαδηλώνουν την έφεση της εποχής για την εξωτική Ανατολή και τη μόδα της αποικιακής αρχιτεκτονικής.

10) Μαράσλειο Λύκειο:

Ιδρύθηκε το 1895 από τον Ιερομόναχο Στέφανο Νούκα, χάρη σε μια <<ηγεμονική χορηγία>> του Γρ. Μαρασλή, Έλληνα ομογενή από την Οδησσό, το εμπορικό και πρακτικό Λύκειο αποκτά νέα στέγη <<εν περιόπτω, παρά την μεγάλην εξοχικήν τοποθεσίαν>>.

Τα εγκαίνιά του έγιναν στις 14 Μαρτίου του 1904. Το κτίριο «περίοπτων, ευρύχωρον και ευάερον εκπληροί όλους τους όρους της υγιεινής και παιδαγωγικής». Ως αρχιτέκτων του κτηρίου φέρεται ο Απ. Γραικός.

11) Παπάφειο Ορφανοτροφείο:

Ιδρύθηκε από την Ελληνική κοινότητα της Θεσ/νίκης με χρήματα που κληροδότησε ο Ιωάν. Παπάφης.

Το 1893 αγοράζεται το οικόπεδο και αρχίζει η ανέγερση του κτιρίου σε σχέδια του Ξ. Παιονίδη.

Η κατασκευή του διήρκεσε 10 χρόνια και τα εγκαίνια του ορφανοτροφείου, έγιναν στις 6 Οκτωβρίου 1903.

12) Το Μέγαρο Stein:

Κτίσθηκε στα 1908, από τον μηχανικό Ernst Loewy, ως υποκατάστημα του ομώνυμου αυστριακού οίκου.

Το κτήριο υπέστη αρκετές μετατροπές εξαιτίας της τροποποίησης του ρυμοτομικού σχεδίου, με αποκορύφωμα την κατάργηση του τρούλου του και την ενοποίηση των δύο τελευταίων ορόφων.

Η γυάλινη σφαίρα στην απόληξη του κτιρίου συνεχίζει να αποτελεί σημείο αναφοράς για την Πλ. Ελευθερίας.

13) Μύλος Αλλατίνη:

Οδός Ανθέων, στην Ανατολική Θεσ/νίκη στην θέση που υπάρχει και σήμερα ο Μύλος Αλλατίνι, είχε κτισθεί το 1854 από το Γάλλο Darblay de Corbaly ο πρώτος ατμόμυλος της Θεσ/νίκης. Είχε ιδρυθεί με την συμπαράσταση του οίκου Αλλατίνη, στην κυριότητα του οποίου πέρασε το 1882.

Ο όμιλος Αλλατίνη δραστηριοποιούνταν επίσης στην Κεραμοποιΐα, στη Ζυθοποιεία, στις Τράπεζες και στον Καπνό. Το 1898 κάηκε ο Μύλος, ξανακτίσθηκε στο ίδιο σημείο σε σχέδια του Βιταλιάνο Ποζέλι.

Τα εγκαίνια του νέου κτιρίου <<του μεγαλύτερου Μύλου της Ανατολής>> γίνονται στις 19-9-1900.

Μέχρι τους Βαλκανικούς πολέμους η οικογένεια Αλλατίνη κατείχε μεγάλο μέρος της οικονομικής ζωής της πόλης.

Τμήμα του κεντρικού κτιρίου καταστράφηκε στα 1950 από πυρκαγιά, αλλά σύντομα επισκευάζεται, εκσυγχρονίζεται και συνεχίζει μέχρι σήμερα τη λειτουργία του.

14) Ζυθοποϊείο <<ΦΙΞ>>:

Το Ζυθοποιείο που είχε ιδρυθεί από τους Μιστραχή και Φερναντέζ, άρχισε να λειτουργεί στα 1893.

Στην συνέχεια επεκτείνει τις εγκαταστάσεις του και μετατρέπεται σε Α.Ε., με την επωνυμία <<Ζυθοποιείον - Όλυμπος>>.

Το 1920 συνεργάζεται με το ζυθοποιείο Νάουσα και δημιουργείται νέα εταιρία με το όνομα <<Όλυμπος-Νάουσα>>. Στα 1926 περιέρχεται στην ιδιοκτησία της <<Κάρολος-ΦΙΞ>>, Α.Ε
15) Βίλλα Μοδιάνο:

Χτίστηκε το 1906, σαν κατοικία του Ιακώβ Μοδιάνο μεγαλοέμπορου εβραϊκής καταγωγής της πόλης, από τον αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο.

Το 1913 η Βίλλα αγοράστηκε από το Δήμο και προσφέρθηκε για ανάκτορο του Βασιλιά Κων/νου. Χρησιμοποιήθηκε, στην περίοδο του Μεσοπολέμου για την κατοικία του εκάστοτε Γενικού Διοικητή Μακεδονίας και αργότερα στέγασε τη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή. Από το 1970 στεγάζει το Λαογραφικό Μουσείο.

16) Αγορά Μοδιάνο (Καπάνι) ή Στοά Μοδιάνο:
Τόπος κοινωνικής συνάθροισης, είναι η αγορά Μοδιάνο στο κέντρο της Πόλης. Ονομάζεται έτσι από τον αρχιτέκτονα Ελί Μοδιάνο, εγγονός του Σαούλ Μοδιάνο, που την κατασκεύασε το 1908. Η οικογένεια του αρχιτέκτονα χρηματοδότησε και την κατασκευή. Ο χώρος αποτελείται από πυκνή διάταξη καταστημάτων, οργανωμένη σε διαμήκεις και τεμνόμενους διαδρόμους. Μέσα στην αγορά τα καταστήματα βρίσκονται σε ενότητες μέσα σε μια μοναδική ατμόσφαιρα. Η αγορά έχει και ένα περιμετρικό πατάρι.

ΣΤ) Οι Μεταβυζαντινοί Ναοί της Θεσσαλονίκης από το 1430 έως το 1912.

Το 1430 μ.Χ, η συμβασιλεύουσα Θεσσαλονίκη πέφτει στα χέρια των Τούρκων. Οι επόμενοι αιώνες της είναι αγώνες για επιβίωση. Νησίδες ανάπτυξης και ελπίδας απομένουν τα μοναστήρια και οι εκκλησίες.

Η δουλεία ευνοεί την ανάπτυξη μεγάλων μοναστικών κέντρων σε χώρους απομονωμένους, μακριά από τις πόλεις, όπως το Άγιον Όρος.

Τα Μετέωρα, η μονή του Όσιου Νικάνορα στη Κοζάνη κ.α. Τα μοναστήρια με τα προνόμια που τους παρέχουν οι Οθωμανοί αλλά και ότι ζουν στο περιθώριο των μεγάλων κέντρων, θα έχουν τη δυνατότητα να αναπτύξουν λαμπρά δείγματα αρχιτεκτονικής ναοδομίας, ζωγραφικής, ξυλογλυπτικής και μικροτεχνίας.

Από αυτά τα κέντρα θα λάμψει και θα απλωθεί η μεταβυζαντινή τέχνη στους γειτονικούς ορθόδοξους λαούς, από τα Βαλκάνια, ως την Ρωσία και την Εγγύς Ανατολή.

Αλλά και στο εσωτερικό της χώρας στα ορεινά, η εκκλησιαστική τέχνη θα δείξει αξιόλογες για τα μέτρα της εποχής δημιουργίες.

Η αρχιτεκτονική εξαρτάται, από τις τοπικές συνθήκες, το δομικό υλικό, την μαστορική παράδοση και τους τεχνίτες.

Οι μεγάλες βέβαια ημέρες της Βυζαντινής εποχής ανακόπτονται, γιατί ούτε οι συνθήκες, ούτε ο κατακτητής το επιτρέπει.

Η ναοδομία ακολουθεί τις παραδοσιακές γραμμές, αλλά οπωσδήποτε υπάρχουν και αποκλίσεις που τις επιβάλλουν οι τοπικές συνθήκες.

Αυτή την εποχή κυριαρχούν, κυρίως οι μονόχωρες καμαροσκέπαστες ή ξυλόστεγες εκκλησίες ή όπου υπάρχει η παράδοση των χτιστών μαστόρων (Ήπειρος) οι τρίκλιτες καμαροσκέπαστες ή ξυλόστεγες βασιλικές.

Στα μοναστήρια κυριαρχεί ο σταυροειδής τύπος με τη βασιλική. Ο διάκοσμος απλός, με λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμηση είναι αυτό που κυριαρχεί στις εκκλησίες, γιατί το επιβάλει ο κατακτητής.

Τέτοιες μεταβυζαντινές εκκλησίες, κυρίως ξυλόστεγες βασιλικές, χωρίς νάρθηκα, συναντούμε στη Θεσσαλονίκη. Από το 1700 περίπου και μετά αρχίζουν να επικρατούν καλύτερες συνθήκες για τους υπόδουλους.

Οι διεθνούς σημασίας συνθήκες του Κάρλοβιτς(1699) και Κιουρτσούκ ? Καϊναρτζή(1774), είχαν μεγάλη και ευνοϊκή επίδραση στους όρους διαβίωσης των υπηκόων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Από τότε αρχίζουν να κτίζονται στην ύπαιθρο χώρα νέες εκκλησίες και τότε ευνοείται η τέχνη και στη Θεσσαλονίκη στη διάρκεια του 18ου αιώνα.

Από τον 16ον αιώνα οι περισσότεροι ναοί της πόλης βρισκόταν στο ανατολικό μέρος της και κατά μήκος της Εγνατίας Οδού (Φαρδύς δρόμος). Γύρω από αυτούς μαζεύονταν η θρησκευτική και η κοινωνική ζωή των χριστιανών σχεδόν ως τα τελευταία της δουλείας.

Οι περιοχές γύρω από τον Άγιο Αθανάσιο, τον Ιππόδρομο, την αψίδα του Γαλερίου, αποτελούσαν τις κύριες εστίες των Χριστιανών, κάτι σαν το Φανάρι στην Κωνσταντινούπολη.

Οι ναοί μικροί, κρυμμένοι πίσω από τα σπίτια και τα μικρομάγαζα, αποτελούσαν τους αδιάψευστους μάρτυρες των δύσκολων εκείνων χρόνων.

Φαίνεται, ότι οι περισσότεροι, από αυτούς τους μικρούς ναούς έχουν κτισθεί σε θέση παλαιότερων βυζαντινών ναών. Δώδεκα τέτοιοι ναοί της εποχής της Τουρκοκρατίας σώζονται ως σήμερα.

Από αυτούς οι επτά σώζονται στις γενικές τους γραμμές ανέπαφοι μεν, αλλά βέβαια με τις τροποποιήσεις που είχαν επιφέρει οι ανιστορήσεις του περασμένου αιώνα, οι εξής και είναι οι εξής : Άγιος Αθανάσιος, Παναγούδα ή Γοργοεπήκοος, της Υπαπαντής του Σωτήρος, η Λαγουδιανή ή Λαοδηγήτρια, η Νέα Παναγία ή Τρανή, ο Άγιος Αντώνιος και ο Άγιος Μηνάς. Οι υπόλοιποι πέντε, Άγιος Κωνσταντίνος στην Πλατεία Ιπποδρομίου, Παναγία Δεξιά ( Άγιος Υπάτιος τότε), Αγία Θεοδώρα, Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (Άγιος Δημήτριος τότε) και ο Άγιος Νικόλαος στην πλατεία Αρχαίας Αγοράς, έχουν κατεδαφιστεί και ξανακτιστεί μετά το 1950.

Μια οικοδομική δραστηριότητα αρχίζει στη Θεσσαλονίκη γύρω στα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου αιώνα, όταν το ελληνικό στοιχείο της πόλης, γνώρισε οικονομική και πνευματική άνθηση.

Επτά τουλάχιστον, από τις παραπάνω εκκλησίες επισκευάστηκαν ή ανακαινίστηκαν στην πρώτη εικοσαετία του 19ου αιώνα.

Αυτοί οι μεταβυζαντινοί ναοί, αποτελούν ιστορικά μνημεία της Τουρκοκρατίας, γιατί οι μεγάλοι Βυζαντινοί ναοί, είχαν μετατραπεί σε τζαμιά. Η αρχιτεκτονική τους ενότητα, τους δίνει μια μοναδική και ξεχωριστή φυσιογνωμία.

Ανήκουν στο ρυθμό της ξυλόστεγης Βασιλικής, ο οποίος επικράτησε στη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα. Στη Θεσσαλονίκη επικρατούν οι μικρές ξυλόστεγες Βασιλικές.

Τα χαρακτηριστικά τους είναι, ότι δεν έχουν νάρθηκα, ούτε στοά σε Π ή Γ, που αποτελεί γνώρισμα των μεταβυζαντινών ναών. Έχουν όμως πρόναο ή προστώο, στη δυτική πλευρά του ναού και γυναικωνίτη.

Στην τοιχοδομία έχουμε αργολιθοδομή με παρεμβαλλόμενες ξυλοδεσιές- ζωνάρια- και παχύ στρώμα κονιάματος που αφήνει εμφανές μικρό μέρος της πέτρας. Σπάνια εμφανίζεται ο λαξευτός λίθος με εναλλασσόμενες σειρές πλίνθων.

Α) Η ξυλογλυπτική: Η σπουδαιότητα αυτών των ναών είναι η εσωτερική διακόσμηση, γιατί η εξωτερική είναι ταπεινή και δεν έπρεπε να είναι πιο σπουδαία, από αυτή των τζαμιών.

Έτσι λοιπόν, οι καλλιτέχνες δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στον ξυλόγλυπτο ευπρεπισμό του ναού, ο οποίος έδινε ξεχωριστή, υποβλητική και κατανυκτική ατμόσφαιρα στο εξωτερικό.

Η ξυλόγλυπτη διακόσμηση στον ελλαδικό χώρο από τον 16ον-19ον αιώνα, μας έχει δώσει δείγματα υψηλής τέχνης στην κατασκευή των ναών, όπως είναι τα εικονοστάσια, οι δεσποτικοί θρόνοι, οι άμβωνες, τα αναλόγια, ορισμένα στασίδια και άλλα εκκλησιαστικά έπιπλα.

Β) Ζωγραφιστά Τέμπλα: Εκτός από τα ξυλόγλυπτα τέμπλα συναντούμε και τα ζωγραφιστά.

Πρόκειται για μια ξεχωριστή κατηγορία τέχνης που συνδυάζει την ανατολική και δυτική καλαισθησία.

Στα επάνω από τις εικόνες των τέμπλων αυτών διαζώματα, οι καλλιτέχνες συνέθεσαν θέματα με άνθη, τοπία, λίμνες, ποτάμια και όψεις από πόλεις της Ευρώπης ή την Κωνσταντινούπολη.

Πρόκειται για μια τέχνη που τον 18ον αιώνα την συναντούμε σε Τράπεζες μονών και στα αρχονταρίκια τους, όπως και στα κοσμικά αρχοντικά σπίτια του 18ου αιώνα (Καστοριά ? Σιάτιστας).

Γ) Ξυλοπαγείς Οροφές: Από τα ποιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα των ξυλόστεγων βασιλικών είναι οι ξυλοπαγείς οροφές, διακοσμημένες, όπως τα αρχοντικά σπίτια της εποχής, με ποικίλα γεωμετρικά σχήματα, τα οποία σχηματίζουν οι καταλλήλως προσαρμοσμένες πάνω στις σανίδες της οροφής, με μαστοριά και καλαισθησία δεμένες μεταξύ τους προεξέχουσες λεπτές πήχες.

Στο κέντρο της οροφής, όπου απουσιάζει ο τρούλος σχηματίζεται με ξυλόγλυπτη επένδυση ο μεγάλος ομφαλός, που τονίζεται με σκαλίσματα και διάφορα κοσμήματα ή αντί αυτού ένας στρογγυλός ή πολυγωνικός ψευδότρουλος.

Δ) Η ζωγραφική: Οι τοιχογραφίες αυτή την εποχή δεν παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, γιατί οι συνθήκες δεν ευνοούν την ανάπτυξή τους. Μεγάλο ενδιαφέρον όμως προκαλούν οι μεγάλου αριθμού φορητές εικόνες σε παχύ ξύλο, που προορίζονταν για τα εικονοστάσια των εκκλησιών και για τα σπίτια.

Οι εικόνες αυτές διακρίνονται για την έντονη διάπλαση των χαρακτηριστικών του προσώπου, για το ζωηρό διάκοσμο των ενδυμάτων και για την μαστορική ακρίβεια στα εμπίεστα και στατικά κοσμήματα των χρυσών φωτοστέφανων.

Οι εκκλησίες λοιπόν της πόλης του 18ου και 19ου αιώνα παρακολουθούν την παράδοση του Ελλαδικού χώρου καθώς και την κοινωνικοοικονομική του εξέλιξη.

Κοντά στους μεγάλους ιστορικούς βυζαντινούς ναούς, πού αποδόθηκαν ξανά στους χριστιανούς της πόλης, μετά την απελευθέρωση, στη Χριστιανική λατρεία, αποτελούν πολιτιστική κληρονομιά μιας εποχής και παράλληλα επηρεάζουν τις λατρευτικές ανάγκες των ενοριών.

1) Νέα Παναγία ή Τρανή ή Μεγάλη Παναγία :

Η εκκλησία της Νέας Παναγίας, που παλαιότερα ήταν γνωστή ως Μεγάλη ή Τρανή Παναγία, είναι αφιερωμένη στην κοίμηση της Θεοτόκου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του κέντρου της Θεσ/νίκης, κοντά στη θάλασσα, στην αρχή της οδού Δημητρίου Γούναρη και ανάμεσα στις οδούς Τσιμισκή και Μητροπόλεως.

Όπως μαρτυρεί επιγραφή επάνω από τη νότια είσοδο του κτιρίου, ο ναός κτίστηκε το 1727. Στον ίδιο ακριβώς χώρο υπήρχε βυζαντινό μοναστήρι προς τιμή της Θεοτόκου, το οποίο ιδρύθηκε από τον Ιλαρίωνα Μαστούνη στον 12ον αιώνα, αλλά καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1690.

Η εκκλησία της Νέας Παναγίας ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης βασιλικής με γυναικωνίτη. Στη δυτική πλευρά του οικοδομήματος διαμορφώνεται στοά, ενώ στη νότια είναι προσαρτημένο νεοκλασικό πρόπυλο, το οποίο αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη.

Επάνω από το πρόπυλο υψώνεται καμπαναριό, το οποίο -λόγω των σοβαρότατων ζημιών που υπέστη το 1978 από τους σεισμούς που έπληξαν την πόλη- κατεδαφίστηκε και ξανακτίστηκε.

Στο εσωτερικό του ναού ενδιαφέρον παρουσιάζει η διακόσμηση του: στο Ιερό Βήμα και στον γυναικωνίτη σώζονται αξιόλογες τοιχογραφίες του 18ου αιώνα, οι οποίες έχουν ως πρότυπό τους τη ζωγραφική της εποχής των παλαιολόγων, ενώ περίτεχνο είναι το επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο τέμπλο.

Ο δεσποτικός θρόνος, ο άμβωνας και οι αγιογραφίες της οροφής ανάγονται στον 19ον αιώνα.

2)Ιερός Ναός Αγίου Μηνά:

   Ο ναός του Αγίου Μηνά βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της παλαιάς πόλης της Θεσ/νίκης, κοντά στη θάλασσα και το λιμάνι, μέσα στον εμπορικό τομέα.

Οι μαρτυρίες που υπάρχουν πείθουν πως στο χώρο του σημερινού μεταγενέστερου ναού προϋπήρχε άλλος επιβλητικός από τον 19ον αιώνα, όπως φαίνεται από τον βίο του Άγιου Γρηγορίου του Δεκαπολίτου.

Ως κτήτορας αναφέρεται ένας μοναχός με το όνομα Ζαχαρίας. Ο επιβλητικός αυτός ναός καταστράφηκε από πυρκαγιές που έπληξαν κατά καιρούς την περιοχή αυτή του εμπορικού κέντρου της πόλης.

Μαρτυρίες βυζαντινών κειμένων βεβαιώνουν την ύπαρξη και χρήση του ναού, ως καθολικού μοναστηριού, στη βυζαντινή Θεσ/νίκη, ως την κατάκτηση της πόλης από τους Τούρκους, σύμφωνα με άγνωστο απογραφέα του 15ου αιώνα.

Την περίοδο της δουλείας ο ναός εξακολουθούσε να λειτουργεί για τους χριστιανούς, καθώς ήταν ένας από τους ναούς που δεν μετατράπηκαν σε τζαμί.

Ο ναός καταστράφηκε το 1687, κατά τον βομβαρδισμό της πόλης από τους Βενετούς. Το 1735-1770, καταστράφηκε σχεδόν ολοκληρωτικά από πυρκαγιά.

Ξανακτίστηκε με συνδρομή του μεγάλου άρχοντα Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου ο οποίος έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον για το καθολικό της Βλατάδων, και εγκαινιάστηκε ο νέος ναός του Αγίου Μηνά το 1806.

Όμως το 1818,1839, πάλι από πυρκαγιές ο ναός καταστρέφεται και το κέντρο της πόλης παθαίνει σημαντικές ζημιές.

Τέλος το 1890 ο ναός γνωρίζει καινούργια πυρκαγιά, για να οικοδομηθεί τελικά πάνω σε εντελώς καινούργια σχέδια. Από τις συχνές καταστροφές του ναού-μοναστηριού, οι Τούρκοι ονόμασαν την περιοχή του Αγίου Μηνά «Γιανήκ μοναστήρ Μαχαλέ» = γειτονιά του καμμένου μοναστηριού.

Από πληροφορίες που υπάρχουν, ο ναός μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα είχε σχήμα Τ και περιβάλλονταν κατά τις τρείς πλευρές του από εξωτερική στοά (πρόδρομο) με κιονοστοιχία.

Ακόμη, είχε επιβλητικό τρούλο που φαίνονταν και από τη θάλασσα. Από τον παλαιό αρχαίο ναό σώζονται δύο κίονες και μερικά κομμάτια, από το παλιό μαρμάρινο γλυπτό διάκοσμο, που όμως εντοιχίστηκε στο νέο κτίριο.

Πάνω από τη δυτική είσοδο του ναού υπάρχει επιγραφή (εξωτερικά) που αναφέρει μικρό ιστορικό για την ανέγερση του ναού μετά την πυρκαγιά του 1893. Ο ναός παρότι είναι μεταγενέστερο κτίριο εμφανίζει αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον (δυτική στοά, καμπαναριό).

Περισσότερο, όμως έχει σημασία για τη φυσιογνωμία της πόλης, που χάνεται ? ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο μέσα στο οποίο- εμπίπτει και ο ναός, ως το τελευταίο τμήμα του παλαιού πολεοδομικού ιστού της πόλης.

Κατά την περίοδο 1890-1912, ήταν ο μητροπολιτικός ναός της πόλης και σ?αυτόν τελέστηκε η επίσημη δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης (26 Οκτωβρίου 1912).

3) Ιερός Ναός Αγίου Αντωνίου :

Ο ναός βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της παλαιάς πόλης της Θεσ/νίκης, στη γωνία των οδών Δ.Μαργαρίτη και Φιλικής Εταιρίας, πολύ κοντά στην πλατεία Ιπποδρομίου, που αποτελούσε, κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, τον πυρήνα του Ελληνισμού της πόλης.

Ο ναός είναι μεταγενέστερο κτίσμα, χρονολογούμενο στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα και αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα « δίκλιτης» κεραμοσκέπαστης βασιλικής με στοά, που δυστυχώς όμως δεν σώζεται σήμερα.

Ο μικρός ναός που συνδεόταν και από μία σειρά κτισμάτων ήταν εξάρτημα του παλαιού ναού του Αγίου Κων/νου που υπήρχε στη σημερινή πλατεία Ιπποδρομίου και κατεδαφίστηκε, για να κτισθεί στη θέση του νέος ναός

.Η ανατολική πλευρά του ναού του Αγίου Αντωνίου στηριζόταν στα τείχη της περιοχής που κατεδαφίστηκαν λίγο αργότερα. Ακόμα υπάρχουν ενδείξεις πως παράπλευρα υπήρχε στον ίδιο χώρο κάποιο αρχαίο κτίσμα, πιθανότατα παρεκκλήσι, που χρησιμοποιούταν σαν χώρος λατρείας.

Ο Άγιος Αντώνιος λειτούργησε και στη Θεσ/νίκη σαν ο προστάτης Άγιος των Τρελών, όπως τον θέλει η χριστιανική παράδοση. Μάλιστα βρέθηκαν στο ναό σιδερένιοι χαλκάδες όπου δένονταν οι ασθενείς με την ελπίδα, ότι θεραπεύονταν με τη χάρη του Αγίου.

4) Ιερός Ναός Παναγίας Δεξιάς (Δεξιοκρατούσας):

Στις 21 Νοεμβρίου, εορτή των Εισοδίων της Θεοτόκου πανηγυρίζει ο ιερός ναός της Παναγίας Δεξιάς στη Θεσ/νίκη. Ο ναός θεμελιώθηκε το 1956 στη θέση του βυζαντινού ναού του Αγίου Υπατίου.

Στο ναό του Αγίου Υπατίου, άγνωστο το πως και πότε, προσφέρθηκε η θαυματουργική εικόνα της Παναγίας της Ελεούσης, πιστό αντίγραφο της ομώνυμης εικόνας του Κύκκου της Κύπρου, την οποία η παράδοση θέλει να την έχει ιστορήσει (αγιογραφήσει) ο ευαγγελιστής Λουκάς.

Η προφορική παράδοση θέλει την εικόνα να μεταφέρεται από ένα μοναχό που είχε δει όραμα να τον παρακινεί, να φέρει τη θαυματουργική εικόνα στη Θεσ/νίκη και εισερχόμενος από την ανατολική πύλη των τειχών να προσφέρει την εικόνα στον πρώτο ναό που θα βρει στα δεξιά του.

Έτσι σύμφωνα πάντα με την παράδοση, η εικόνα ονομάστηκε Παναγία Δεξιά. Άλλη παράδοση λέει πως η ονομασία «Δεξιά» οφείλεται στο ότι η Θεοτόκος εικονίζεται Δεξιοκρατούσα, φέρει δηλαδή τον Ιησού στο δεξί της χέρι, ενώ η πιο συνηθισμένη αγιογράφησή της είναι να φέρει το Θείο βρέφος στο αριστερό της χέρι.

Σύμφωνα πάλι με μια τρίτη εκδοχή, η Θεοτόκος ως κατεξοχήν μεσίτρια, είναι Εκείνη που δέχεται τις ικεσίες και τις παρακλήσεις όλων μας, είναι δηλαδή Παναγία Δέξα.

Σ?αυτή την τελευταία προφορική παράδοση βασίστηκε και ο πεζογράφος Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης στο βιβλίο του «Μητέρα Θεσ/νίκη» και μνημονεύει την εικόνα της Παναγίας ως «Δέξα».

Η Παναγία Δεξιά στη συνείδηση των Θεσ/κέων είναι η Μάνα Παναγία, μεσίτρια και διασώζουσα, φωτοδόχος λαμπάδα.

5) Ιερή Μονή Αγίας Θεοδώρας Θεσ/νίκης:

Οι πρώτες πληροφορίες για την ιστορία της μονής της Αγίας Θεοδώρας προέρχονται από το βίο της Οσίας. Όταν η Οσία κατέφυγε εκεί σε ηλικία 25 ετών για να μονάσει το 837μ.Χ, η μονή ήταν αφιερωμένη στο όνομα του Αγίου Στεφάνου του Πρωτομάρτυρα.

Οι χώροι της μονής του Αγίου Στεφάνου που μαρτυρούνται ρητά και κατ?επανάληψη στο κείμενο του βίου είναι το παρεκκλήσιο της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου τοποθετήθηκε το λείψανο της οσίας κατά τη μετακομιδή του, το κοινοτάφιο των αδελφών της μονής, η τράπεζα, το μαγειρείο, τα κελιά, ο χώρος υφαντουργίας, ο μυλωνάς, η αυλή, το βαλανείο, το φρέαρ και το θυρωρείο.

Το καθολικό της μονής πιθανόν είχε παρόμοια αρχιτεκτονική μορφή μ?αυτή της Αγίας Σοφίας, φυσικά σε μικρότερες διαστάσεις. Μετά την μετακομιδή του λειψάνου της οσίας, το 893, η μονή μετονομάσθηκε σε μονή της αγίας Θεοδώρας.

Εξαρχής λειτουργούσε με το κοινοβιακό σύστημα. Δε γνωρίζουμε ακριβώς για ποιούς λόγους η μονή έπαυσε να λειτουργεί μ?αυτήν την ιδιότητα και λειτουργούσε πλέον ως ενοριακός ναός. Αυτό συνέβη περίπου το 18ο αιώνα.

Στη μονή μόνασαν, η αδελφή του επισκόπου Θεσ/νίκης αγίου Νείλου Καβάσιλα και η μητέρα του Αγίου Νικολάου Καβάσιλα του Χαμαετού.

Το 1430 με την άλωση οι κατακτητές τεμάχισαν το λείψανο της οσίας. Η μονή δε δημεύθηκε, ούτε μετατράπηκε σε τζαμί. Μάλιστα, ήταν μία από τις τρείς μονές που λειτουργούσαν στην πόλη και αριθμούσε 200 μοναχές. Η μονή ονομαζόταν στα τούρκικα (kizlatManastic = Μοναστήρι των κοριτσιών) και βρισκόταν σε μία από τις 12 χριστιανικές συνοικίες της πόλης.

Το καθολικό της μονής καταστράφηκε κατά τις δύο πυρκαγιές του 1890 και 1917, όπου είχαμε ολοκληρωτική καταστροφή. Το μόνο κτίσμα που διασώθηκε ήταν το κωδωνοστάσιο του ναού, το οποίο κτίστηκε κοντά στα τέλη του 19ου αιώνος.

Ο νέος ναός κτίστηκε κοντά στο κατεστραμμένο καθολικό το 1935 και το 1957, ο Μητροπολίτης Θεσ/νίκης Παντελεήμων ο Α΄ ανήγειρε τη δυτική πτέρυγα της μονής, όπου λειτούργησαν διαδοχικά φοιτητικό οικοτροφείο και Εκκλησιαστική Σχολή.

Από το 1974 λειτουργεί ως ανδρική μονή, ενώ το 1989 ιδρύεται στο χώρο της μονής το Κέντρο Αγιολογικών Μελετών της Ι.Μ. Θεσ/νίκης. Η μονή συντηρεί με δικούς της πόρους το οικοτροφείο του Αγίου Αντωνίου και προβαίνει σε εκδόσεις βιβλίων.

Τέλος στην κηδεμονία της υπάγονται τα εξής πέντε μετόχια στο χώρο της Ι.Μ .Θεσ/νίκης 1) ο Ναός του Αγίου Αντωνίου 2) Το παρεκκλήσι του Αγίου Νικολάου του Τρανού 3) Ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα 4) Το παρεκκλήσι της Παναγίας της Ελεούσας και 5) ο ναός του οσίου Δαβίδ.

6) Άγιος Κωνσταντίνος -Πλατεία Ιπποδρομίου

Η πλατεία Ιπποδρομίου («Το Προδρόμ» των Σαλονικιών, η «Γκαλέ Άντσα των Εβραίων» και η «Γιασί γιόλ» των Τούρκων) βρίσκεται εκεί, που ήταν κατά τους Ρωμαίους και Βυζαντινούς χρόνους ο Ιππόδρομος. Είναι μια «καταραμένη» πλατεία στην οποία συνέβησαν ποικίλα ιστορικά γεγονότα:

  1. Όπως η σφαγή των 15.000 κατοίκων επί αυτοκράτορα Μ. Θεοδοσίου το 390 μ.Χ,
  2. Η πτώση της πολυκατοικίας ? που είχε κτιστεί πάνω στον τόπο του μαρτυρίου των σφαγιασθέντων κατοίκων της πόλης ? κατά τον σεισμό του 1978.

Το κτίριο ήταν το μοναδικό που κατέρρευσε στην πλατεία του Ιπποδρομίου. Πέρα από το δυσάρεστο εκείνο που ξεχώριζε στην πλατεία, από τα τέλη του 19ου αιώνα, την τελευταία Κυριακή της Αποκριάς, ήταν το Καρναβάλι και τα έθιμα του που γινόταν με ιδιαίτερη λαμπρότητα.

Στην ανατολική πλευρά του Κάτω Ιπποδρομίου βρίσκεται και σήμερα ο ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης. Μόνο που ο σημερινός ναός, με το παράρτημα στο πεζοδρόμιο δεν μοιάζει με τίποτε με την παλαιά εκκλησία με τις παλιές εικόνες και το λιτό τέμπλο, στην οποία βαπτίστηκαν, παντρεύτηκαν και κηδεύτηκαν χιλιάδες ιπποδρομίτες.

Δεν είναι γνωστό πότε ακριβώς κτίστηκε η παλαιά εκκλησία, πάντως σύμφωνα με την παράδοση στις 6 Ιουλίου 1566 οι Τούρκοι σκότωσαν μπροστά στην εκκλησία τον Νεομάρτυρα Κύριλλο.

Στην εκκλησία βρισκόταν μία πολύ παλιά εικόνα που μεταφέρθηκε στην Θεσσαλονίκη από το προάστιο της Κωνσταντινούπολης Κοντοσκάλι: «Η Παναγία των Πάντων Ελπίς». Το 1931 η εικόνα δάκρυσε, γεγονός που συγκίνησε τους πιστούς. Αρχικά ο ναός ήταν μετόχι μιας μονής του Αγίου Όρους. Άλλωστε, μέχρι το 1940 και αργότερα, υπήρχαν στην πλατεία τα μετόχια των μονών Βατοπεδίου και Ζωγράφου.

                

7)Άγιος Νικόλαος ο Τρανός

Ο Άγιος Νικόλαος ο Τρανός, γνωστός στους Θεσ/νικείς και ως Άγιος Νικόλαος Αρχοντικός, επωνυμία ενδεικτική της θέσης του μέσα στην ορθόδοξη κοινωνία της πόλης, κτίσθηκε το έτος 1864 «τη αναδρομή των συμπολιτών και δι? εκποιήσεως των ενοριακών κτημάτων, υπό του τότε επιτρόπου Δημητρίου Οικονόμου και Μπαλταδόρου και Κων/νου Λουμπούτη και πυρποληθείς την 1η ώρα της 6ης Αυγούστου 1917.

Ένας ναός με το όνομα Άγιος Νικόλαος Παλαιοφάβας αναφέρεται σε έγγραφο του 1110μ.Χ και πρέπει μάλλον να συνδέεται με τον Τρανό.

Για πρώτη φορά το όνομα Άγιος Νικόλαος Μεγάλος ανευρίσκεται σε κείμενα το 1406. Από τούρκικο φιρμάνι του 1722 πληροφορούμαστε, ότι ο Άγιος Νικόλαος ο Τρανός, είχε υποστεί την εποχή αυτή σημαντικές ζημιές. Τότε οι κάτοικοι της συνοικίας κατόρθωσαν να πάρουν από τις τούρκικες αρχές άδεια για επισκευή.

Η καινούρια εκκλησία ήταν μια ευρύχωρη τρίκλιτη βασιλική με ξύλινους μάλλον κίονες και πιθανότατα στοά στη νότια πλευρά της. Το 1833-34 ο ναός φαίνεται, ότι κατεδαφίστηκε, από άγνωστη αιτία. Ο καινούριος ναός οικοδομήθηκε σε νέα θεμέλια το 1864. Ο ναός είναι στενά συνδεμένος με την πόλη και τους κατοίκους της.

Στο τέλος του προηγούμενου αιώνα υπήρξε κέντρο της Ελληνικής συνοικίας και ο επίσημος τόπος συγκέντρωσης των Ελλήνων Ορθοδόξων. Με την πυρκαγιά του 1890 μεταφέρθηκαν στον ναό η έδρα της Μητρόπολης και το σκήνωμα του Αγίου Γρηγόριου του Παλαμά. Με την πυρκαγιά του 1917, δεν καταστράφηκε ο ναός ολοκληρωτικά.

Το 1928 κατεδαφίστηκαν όλα για να κτιστεί ανατολικότερα ο σημερινός ναΐσκος. Οι ανασκαφές που έγιναν στο διάστημα 1973-77, για τη διερεύνηση του Αστυνομικού Μεγάρου της πόλης, μας έδωσαν αρκετές πληροφορίες για το ναό. Στην ίδια θέση υπήρχε σύμφωνα με την παράδοση, βυζαντινός ναός, αν και κατά τις ανασκαφές δεν βρέθηκαν αποδεικτικά ευρήματα, αλλά μόνο ενδεικτικά.

Η έρευνα αποκάλυψε τμήματα τις κόγχης, του κεντρικού και του βόρειου κλίτους του πυρπολημένου ναού, και έξω από το βόρειο τοίχο του μια πλακόστρωτη αυλή με τρείς εξαγωνικές βάσεις κιόνων. Δεν βρέθηκαν το νότιο κλίτος και οι τοίχοι του νάρθηκα, γιατί καλύφθηκαν από τα θεμέλια του Μεγάρου και από το οδόστρωμα της οδού Πατριάρχου Γενναδίου.

Ο ναός ήταν μεγάλη τρίκλιτη βασιλική με κόγχη πολυγωνική, μικρή πρόθεση και ευρύχωρο διακονικό. Ο κυρίως ναός χωριζόταν από δύο σειρές υποστυλωμάτων σε τρία κλίτη. Δεν γνωρίζουμε να υπήρχε νάρθηκας. Το Ιερό ήταν τριμερές.

Η κεντρική αψίδα, ημικυκλική εσωτερικά και επταγωνική εξωτερικά είχε άνοιγμα, που καταλάμβανε όλο το πλάτος του μεσαίου κλίτους. Το άνοιγμα της αψίδας του διακονικού, ημικυκλικής εσωτερικά και εξωτερικά, ήταν επίσης ίσο με το πλάτος του πλάγιου κλίτους. Το δάπεδο του ιερού ήταν υπερυψωμένο.

Ο ναός περιβαλλόταν, από τη νότια, τη δυτική και τη βόρεια πλευρά. Από στοά σε σχήμα Π. Το κτίριο ήταν διώροφο που μας επιτρέπει και υποθέτουμε, ότι πάνω από τη στοά διαμορφωνόταν γυναικωνίτης.

Στη βορειοδυτική και την νοτιοδυτική γωνία του ορθώνονταν δύο κωδωνοστάσια με βάση τετραγωνική, που πλαισίωναν την δυτική όψη. Αποτελούνται από διώροφο κορμό, που έφτανε ως την απόληψη της στέγης του ναού, και φανό, που κρεμόταν από την καμπάνα.

Μέσα στους κορμούς διαμορφώνονταν, μάλλον, κλιμακοστάσια. Ο ναός στεγαζόταν με δίριχτη στέγη, που στην ανατολική και στη δυτική όψη σχημάτιζε τριγωνικά αετώματα. Στη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του ναού διαμορφώνονταν δύο σειρές ανοιγμάτων. Τα παράθυρα και οι είσοδοι του ισογείου και του ανώτερου ορόφου της δυτικής όψης δεν διακρίνονταν καθαρά, το πιθανότερο όμως είναι, να ανοίγονταν στον γυναικωνίτη πέντε παράθυρα, από ένα πάνω από κάθε θόλο της στοάς.

Στο ίδιο ύψος στη νότια όψη, και μάλλον, και στη βόρεια υπήρχαν τέσσερα τοξωτά παράθυρα, μια τοξωτή είσοδος στην κορυφή του κλιμακοστάσιου και ένας κυκλικός φεγγίτης προς την ανατολική μεριά.

Στα αετώματα της δυτικής και της ανατολικής όψης ανοιγόταν από ένας κυκλικός φεγγίτης. Οι φανοί των κωδωνοστασίων έφεραν σε κάθε πλευρά τους τοξωτά ανοίγματα χωρίς διάφραγμα.

Στην πλάγια όψη του δευτέρου ορόφου του κορμού των κωδωνοστασίων σχηματιζόταν μια τοξωτή κόγχη με ημικυκλική κάτοψη. Το οικοδόμημα καλυπτόταν με παχύ στρώμα επιχρίσματος, πάνω στο οποίο δημιουργούνταν τα μορφολογικά του χαρακτηριστικά.

Ο ναός ήταν χτισμένος με εναλλασσόμενη τοιχοποιία από σχιστόπλακες και πλίνθους. Το υπόστρωμα του δαπέδου, ήταν κατασκευασμένο από ντόπιους πρασινόλιθους.

Για τη διακόσμηση του ναού είχαμε λίγα στοιχεία. Το τέμπλο του ήταν λευκό και πιθανότατα έφερε ίχνη ορθομαρμάρωσης. Τα υποστυλώματα του κεντρικού κλίτους είχαν μαρμάρινες βάσεις, πράγμα που βοήθησε στη δημιουργία υποθέσεων, ότι οι μονολιθικοί κίονες των ειδώλων είχαν καταλήξει στον Άγιο Νικόλαο. Το δάπεδο του ναού ήταν επιστρωμένο με μαρμάρινες πλάκες .  

8) Παναγία Γοργοεπήκοος-Παναγούδα.

Ο ναός της παναγίας Γοργοεπηκόου ή Παναγούδας βρίσκεται στη διασταύρωση της οδού Εγνατίας με την οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού και είναι αφιερωμένος στη γέννηση της Θεοτόκου.

Ανήκει σε έναν αρχιτεκτονικό τύπο ευρύτατα διαδεδομένο στη Μακεδονία στα χρόνια της Τουρκοκρατίας και ιδιαίτερα στον 19ον αιώνα, αυτόν της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη.

Η ανέγερση της εκκλησίας πραγματοποιήθηκε το 1818. μάλιστα, όπως πληροφορούμαστε από αρχειακές πηγές, το οικοδόμημα κατασκευάστηκε περισσότερο διευρυμένο από όσο επέτρεπαν οι τουρκικές αρχές, γεγονός που δικαιολογεί τις μεγάλες του διαστάσεις.

Η εκκλησία της Παναγίας Γοργοεπήκοου, υψώθηκε στη θέση παλαιότερου ναού με την ίδια ονομασία, ο οποίος καταστράφηκε από πυρκαγιά το 1817.

Δεν αποκλείεται όμως στον ίδιο ακριβώς χώρο να ήταν κτισμένος και Βυζαντινός ναός, πιθανότητα που βασίζεται σε διάφορες ενδείξεις και κυρίως στα σπουδαία βυζαντινά κειμήλια τα οποία προέρχονται από την Παναγούδα.

Από πηγές του 12ου 13ου και 14ου αιώνα γνωρίζουμε ότι στη Θεσσαλονίκη υπήρχε ένα μοναστήρι αντρικό αρχικά και στη συνέχεια γυναικείο-που καλούνταν <<Βασιλικόν>>.

Το συγκρότημα της βυζαντινής αυτής μονής, σύμφωνα με μία υπόθεση που διατυπώθηκε στη δεκαετία του 1990, αναπτυσσόταν ενδεχομένως στη θέση που σήμερα βρίσκεται η Παναγούδα.

9) Ο ναός του Αγίου Αθανασίου:

Α).Ιστορικό πλαίσιο: Ο ναός του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται στη διασταύρωση των οδών Εγνατίας και Σωκράτους, αλλά σε επίπεδο χαμηλότερο απ? αυτές. Ο ναός δεν είναι εξακριβωμένο, αν βρίσκεται στη θέση του ομώνυμου ναού της πόλης που είναι γνωστός από πηγές του 14ου αιώνα.

Για την κυριότητα του ναού στα χρόνια της Τουρκοκρατίας ξέσπασαν αρκετές διαμάχες ανάμεσα στη Μητρόπολη Θεσ/νίκης και τη μονή Βλατάδων.

Ο Άγιος Αθανάσιος κτήμα της μονής Βατοπεδίου, αγοράστηκε από το μητροπολίτη Βέροιας Θεοφάνη Μαλάκη και αφιερώθηκε στη μονή Βλατάδων (1659), ως μετόχι της.

Η φιλονικία συνεχίστηκε σ? όλο το δεύτερο μισό του 17ου αιώνα και ολόκληρο το 18ο αιώνα, ως την καταστροφή του ναού από πυρκαγιά στα 1817. Οι Τούρκοι επέτρεψαν την επισκευή του ναού. Ο ναός αφού επισκευάστηκε, μετά την ανακαίνισή του στα 1818, έγινε ενοριακός. Η ενορία του Αγίου Αθανασίου, ήταν από τις μεγαλύτερες και πλουσιότερες συνοικίες της πόλης στα χρόνια της δουλείας.

Το γεγονός, ότι ο ναός αποδόθηκε γρήγορα στους πιστούς, δείχνει, ότι πολλοί ενορίτες του, ήταν πλούσιοι. Το 1845 υπήρχε στην συνοικία αυτή το «Ελληνικόν Σχολείον» και λειτουργούσε ως «αλληλοδιδασκαλείον», υιοθετώντας την εισαγωγή των νέων διδακτικών μεθόδων της αλληλοδιδακτικής. Το 1874 η ενορία αποκτά και νηπιαγωγείο με 124 νήπια. Ο ναός μετά το 1912 ως το 1960 έγινε παρεκκλήσι της Αχειροποιήτου. Το παρακείμενο παρεκκλήσι είναι αφιερωμένο στον Άγιο Νεκτάριο. Το 1967 έγινε η τελευταία ανακαίνιση του ναού.

Β). Αρχιτεκτονική: Ο ναός διατηρεί τη μορφή που πήρε στα 1818, παρά τις μεταγενέστερες επεμβάσεις που του έγιναν. Ο ναός ανήκει στο ρυθμό της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής χωρίς νάρθηκα, ούτε εξωτερική στοά σε σχήμα Π ή Γ.

Έχει όμως πρόναο ή πρόστωο στη δυτική πλευρά, που τελευταία κλείστηκε με τζαμαρία, για να βγουν τα κεριά από το ναό. Η τοιχοδομία του εξωτερικά έχει μικτό σύστημα. Η δυτική πλευρά είναι κτισμένη με λαξευτούς λίθους που εναλλάσσονται με πλίνθους, ενώ η βόρεια και νότια πλευρά με ακανόνιστους λίθους με παρεμβολή ξυλοδεσιές.

Ένα συνεχές δίχτυ ανάγλυφων ταινιών κονιάματος καλύπτει τους αρμούς δίδοντας στις εξωτερικές επιφάνειες λειτουργικότητα ζωγραφικής, που διασπάται από τα ανοίγματα: πόρτες, παράθυρα με σιδεριές.

Ο ναός έχει λίγο φωτισμό και λιτή εξωτερική διακόσμηση. Εσωτερικά διαθέτει γυναικωνίτη, με μορφή εσωτερικού εξώστη, που είναι στηριγμένος σε προβόλους και περιτρέχει το ναό σε σχήμα Π.

Αυτού του είδους ο γυναικωνίτης διαφέρει, από άλλες εκκλησίες. Η στέγη είναι ξύλινη. Η οροφή είναι διακοσμημένη με γεωμετρικά σχήματα, τα οποία σχηματίζουν οι καταλλήλως προσαρμοσμένες προεξέχουσες λεπτές πήχες πάνω στις σανίδες της οροφής.

Στο κέντρο της οροφής δεν υπάρχει τρούλος, υπάρχει ο μεγάλος ξυλόγλυπτος ομφαλός, που απαρτίζεται με σκαλίσματα και κοσμήματα. Κατά μήκος της βόρειας πλευράς, υπάρχει ένας χωριστός μακρόστενος χώρος το λεγόμενο μακρυναρίκι, που το συναντάμε μόνο στα μοναστήρια. Κατά την επισκευή του χώρου βρέθηκαν οστά ανθρώπων, που ίσως ανήκουν σε κατοίκους της πόλης, που μαρτύρησαν την εποχή της δουλείας.

Στο μακρυναρίκι σήμερα, φυλάσσεται η εικόνα της Νεομάρτυρος Αγίας Κυράνας, από την Όσσα Γρεβενών. Στον κυρίως ναό, υπήρχε το παλαιό ζωγραφιστό τέμπλο, που ανήκει σε μια ξεχωριστή κατηγορία τέχνης, η οποία συνδυάζει την ανατολική και δυτική καλαισθησία.

Σήμερα δεν υπάρχει αυτό το τέμπλο, έχει αντικατασταθεί από νέο ξυλόγλυπτο. Το ζωγραφιστό τέμπλο βρίσκεται στο Βυζαντινό Μουσείο για συντήρηση. Τρία ακόμα σημαντικά στοιχεία σώζονται από τους προηγούμενους αιώνες: α) Ο Άμβωνας, β) ο Δεσποτικός Θρόνος, γ) Το Προσκυνητάρι. Στο καινούργιο τέμπλο, που αντικατέστησε το παλαιό, έχουν προσαρμοστεί οι παλαιότερες εικόνες του 18ου και 19ου αιώνα. Στο τέμπλο δεξιά και αριστερά της ωραίας πύλης βλέπουμε τις εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και του Αγίου Αθανασίου του 16ου αιώνα.

Οι υπόλοιπες είναι του 18ου αιώνα. Δίπλα στην εικόνα του Αγίου Αθανασίου βρίσκεται η εικόνα των Τριών Ιεραρχών, και φέρει επάνω της τη χρονολογία της δημιουργίας της 1796.

Από την άλλη πλευρά του τέμπλου υπάρχει η εικόνα του Αγίου Ελευθερίου και στην ίδια εικόνα εκτός από το πρόσωπο του Αγίου, είναι γύρω-γύρω ζωγραφισμένο το μαρτύριό του, γεγονός σπάνιο για εικόνα. Στο παλαιό προσκυνητάρι, υπάρχει η εικόνα του Αγίου Αρσενίου.

Ο ναός δυστυχώς σήμερα δεν αναπνέει, έχει κλειστεί από πανύψηλες πολυκατοικίες. Φαίνεται, ότι οι πρόγονοί μας είχαν καλύτερη αισθητική αντίληψη του χώρου ακόμη και σε δύσκολους καιρούς δουλείας, σε αντίθεση με τους σύγχρονους Έλληνες.

10) Ιερός Ναός Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά.

Ο σημερινός μητροπολιτικός ναός του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά βρίσκεται τη διασταύρωση των οδών Μητροπόλεως και Αγίας Σοφίας.

Κτίστηκε μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1890,που κατέστρεψε ένα μεγάλο μέρος της θαλάσσιας ζώνης και το ναό του Αγίου Δημητρίου στην ίδια θέση, ο οποίος υπήρξε κατά την Τουρκοκρατία η μητρόπολη της Θεσ/νίκης, μετά την μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί το 1524,που ήταν ο μητροπολιτικός ναός.

Το οικοδομικό τετράγωνο στο οποίο ανήκει, περιλάμβανε αρχικά εκτός από το Μουσείο Μακεδονικού αγώνα, τη μητροπολιτική κατοικία και την οικία των ιερέων που έχουν κατεδαφιστεί.

Όλο το συγκρότημα, αλλά ιδιαίτερα το Ελληνικό προξενείο, έπαιξε σημαντικό ρόλο στο Μακεδονικό αγώνα ,διότι αποτελούσε το επιτελικό του κέντρο. Ο ναός κατασκευάστηκε σε σχέδια του Ε.Τσίλλερ,τα οποία κατόπιν τροποποιήθηκαν από τον Ξ.Παιονίδη. Η ανοικοδόμηση άρχισε το 1891,επί μητροπολίτη Σωφρονίου.

Ο ναός προοριζόταν να αφιερωθεί στον Άγιο Δημήτριο, που υπήρχε παλαιότερα ,γιατί οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη μεγάλη βασιλική του Αγίου Δημητρίου κ' έτσι οι πιστοί δεν μπορούσαν να εκτελέσουν τα καθήκοντα τους .

Όταν το 1912 απελευθερώθηκε η πόλη αποδόθηκε ξανά ο ναός του Αγίου Δημητρίου στο λαό, οπότε ,όταν ολοκληρώθηκε το κτίσιμο του μητροπολιτικού ναού ,αφιερώθηκε τελικά, το 1914 στον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά.

Ο αρχιτεκτονικός τύπος του ναού έχει πρότυπο τον Βυζαντινό οκταγωνικό τύπο με μορφολογικά στοιχεία νεορωμανικά και

νεοκλασικά (ρεύμα εκλεκτικισμού),που επηρέασε την αρχιτεκτονική της πόλης στα τέλη του 19ου αιώνα.

Ο ναός έχει σχήμα εγγεγραμμένου ισοσκελούς σταυρού, με επιμηκείς την ανατολική και δυτική κεραία και τέσσερα κωδωνοστάσια στις εσωτερικές γωνίες του σταυρού .Η αρχική αγιογράφηση έγινε από τον Κων/πολίτη ζωγράφο Νικόλαο Κεσσανλή.

Μετά τις επισκευές του 1978 που προκάλεσε ο σεισμός, αποκαλύφθηκε κάτω από το ιερό βήμα ένας υπόγειος χώρος 3,50μ,με τρία διαμερίσματα που πρέπει να κατασκευάστηκε το 1891

.Ορισμένα τμήματα του είναι αρχαιότερα και φαίνεται, ότι ανήκαν σε θολωτή κατασκευή, κάτω από την πρόθεση του παλαιού μητροπολιτικού ναού του Αγίου Δημητρίου.

Η κρύπτη αυτή μπορεί να ονομασθεί <<Κολυμβήθρα της Ελευθερίας>>, γιατί διαδραμάτισε σπουδαίο εθνικοθρησκευτικό ρόλο για την κατάκτηση της ελευθερίας της Μακεδονίας.

Επίσης κατηφορίζοντας από την Αγία Σοφία προς το σημερινό μητροπολιτικό ναό, συναντούμε στην οδό Τσιμισκή, ένα σύγχρονο παρεκκλήσι της Παναγιάς της Ελεούσας που είναι κτισμένο πάνω σε μια βυζαντινή κινστέρνα (δεξαμενή).

11).Ναός Λαγουδιανής ή Λαοδηγήτριας ή της Θεοτόκου Ζωοδόχου  πηγής.

Ο ιερός ναός της Λαγουδιανής βρίσκεται επί των οδών Ολυμπιάδος και Ιουλιανού, αφιερωμένος στη Θεοτόκο Ζωοδόχο πηγή.

Ανακαινίστηκε τον 19ο αιώνα με δαπάνες του έμπορα Κωνστάντζογλου και κατέλαβε τη θέση παλαιότερου καθολικού γυναικείας μονής.

Η μονή υπήρχε μετόχι της μονής Βλατάδων, από σχετικό έγγραφο του 14ου αιώνα. Το όνομά της οφείλεται στον κτήτορά της Λαγουδιάτη ή Λαγουδάτη.

Την εποχή της Τουρκοκρατίας ονομαζόταν και μονή του λαγού και η επωνυμία αυτή σχετίζεται με τη παράδοση σύμφωνα με την οποία, η απόκρυψη ενός λαγού εδώ, έγινε η αιτία της ανεύρεσης της εικόνας της Παναγίας και του αγιάσματος που υπήρχε ως σήμερα και στο οποίο οφείλεται η αφιέρωση του ναού στη Ζωοδόχο πηγή.

Το αγίασμα βρίσκεται στο παρεκκλήσιο που είναι προσκολλημένο στη νότια πλευρά του ναού. Ο ρυθμός του ναού ανήκει στον τύπο της τρίκλιτης ξυλόστεγης βασιλικής με γυναικωνίτη, ο οποίος είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη Μακεδονία και αποτελεί σχεδόν τον κανόνα της μεταβυζαντινής αρχιτεκτονικής των εκκλησιών της Θεσσαλονίκης.

12) Ιερός ναός της Υπαπαντής:

Ο ναός βρίσκεται στο κέντρο της πόλης στην Εγνατίο οδό κοντά στο Συντριβάνι και απέναντι από το ναό της Παναγίας Δεξιάς.

Το 1543 χτίστηκε, στο μέρος, όπου είναι σήμερα ο ναός, ένα παρεκκλήσιο από τον Άγιο Θεωνά, ο οποίος ήταν ηγούμενος της μονής της Αγίας Αναστασίας. Το παρεκκλήσιο αυτό ήταν αφιερωμένο στον Άγιο Ιωήλ, που ήταν μετόχι την Αγίας Αναστασίας.

Το 1840, πριν από την απελευθέρωση της Μακεδονίας, από τους Τούρκους, χτίστηκε ο ναός την Υπαπαντής με την μορφή που έχει σήμερα. Έξω από το ναό υπάρχει πλάκα που αναφέρει το έτος ανέγερσης του ναού.

Ο ναός είναι τρίκλιτη βασιλική. Ο εξωτερικός χώρος είναι λιτός, σε αντίθεση με τον εσωτερικό, ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό που ξεχωρίζει είναι το ζωγραφιστό τέμπλο και ιδιαίτερα το βημόθυρο που απεικονίζει την παράσταση του Ευαγγελισμού. Το τέμπλο κατασκευάστηκε το 1843 τεμάχιο - τεμάχιο.

Το 1943, φιλοτεχνούνται οι 5 μεγαλύτερες εικόνες του ναού. Οι 4 βρίσκονται κοντά στο τέμπλο, δύο σε κάθε μεριά του ναού, και μία μέσα στο Ιερό. Οι εικόνες αυτές έχουν μαυρίσει από τα κεριά και τους καπνούς, εκτός από τις εικόνες του τέμπλου.

Όλα τα υπόλοιπα είναι προσθήκες νεότερων χρόνων, όταν μετά την απελευθέρωση από τους τούρκους, οι ιερείς και οι υπεύθυνοι του ναού, μπορούσαν να εργαστούν με μεγαλύτερη ελευθερία.

Την 21η Μαρτίου του 1544, οι Τούρκοι, έκαψαν ζωντανό, Τον Άγιο Μιχαήλ από την Γρανίτσα Ευρυτανίας. Η εικόνα του βρίσκεται δίπλα στο τέμπλο, στη δεξιά πλευρά του ναού.

Στο σημείο του μαρτυρίου χτίστηκε πρόσφατα παρεκκλήσιο του Αγίου με αναρτημένη πλάκα που γράφει: <<Εις το ιερόν τούτον εμαρτύρησεν διά πυρός ο Άγιος Νεομάρτυς Μιχαήλ ο Μαυρούδης ο εκ Γρανίτσης Ευρυτανίας τη 21η Μαρτίου 1544>>.

Στο εσωτερικό του παρεκκλησίου βρίσκεται εικόνα που απεικονίζει τη σκηνή του μαρτυρίου.

Για να μην αδικήσουμε κάποιες από τις θρησκευτικές κοινότητες της πόλης θα αναφέρουμε δύο κτήρια που συνδέθηκαν άμεσα με αυτές.

1) Μονή Λαζαριστών:

Η Μονή Λαζαριστών χτίστηκε το 1886 από τους μοναχούς του τάγματος του Αγίου Βικεντίου του Παύλου, που έγιναν γνωστοί ευρύτερα από την έδρα του τάγματος στην εκκλησία Saint-Lazar στο Παρίσι.

Οι Λαζαριστές που εμφανίστηκαν στην Ελλάδα περί το τέλος του 18ου αιώνα με αρχές του 19ου αιώνα, είχαν ως έργο τη φροντίδα και περίθαλψη των φτωχών, τη μόρφωση των κληρικών και τη διάδοση του Καθολικισμού.

Γύρω στα μέσα του 19ου αιώνα, η αποστολή της Θεσ/νίκης, ανέλαβε τον προσηλυτισμό Σλάβων στον Καθολικισμό, ιδιαίτερα στην περιοχή της Βουλγαρίας.

Έτσι λοιπόν την ίδια εποχή οι Λαζαριστές δραστηριοποιήθηκαν έντονα περιθάλποντας Βουλγαρικές οικογένειες, ενώ παράλληλα ανέλαβαν τη μόρφωση Καθολικών βουλγάρων ιερωμένων.

Στα πλαίσια αυτά, η Καθολική εκκλησία αναπτύσσει ένα σημαντικό για τα δεδομένα της εποχής οικοδομικό πρόγραμμα στη δυτική Θεσ/νίκη.

Το 1861 αρχίζει να κτίζεται στο Zeitenlik, 2 χλμ βορειοδυτικά της Θεσ/νίκης, το ορφανοτροφείο των αδελφών του Ελέους, που απευθύνονταν σε ορφανά Καθολικών βουλγαρικών οικογενειών της Θεσ/νίκης, και ονομάστηκε Saint-VincentdelaMacedonia.

Το 1866 ιδρύεται στον ίδιο χώρο το πρώτο ιεροσπουδαστήριο, όπου φοιτούν Βούλγαροι και Έλληνες καθολικοί μαθητές. Την άνοιξη του 1914, ήταν η τελευταία χρονιά λειτουργίας του ιεροσπουδαστηρίου, από τότε το κτίριο αλλάζει διάφορες χρήσεις ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες και για να εξυπηρετηθούν αυτές γίνονται διάφορες πρόχειρες μετατροπές.

Όλα, αυτά λοιπόν δεν βοήθησαν την ολοκλήρωση του αρχικού σχεδιασμού του κτηρίου με την ανέγερση της δυτικής πλευράς. Το 1916 χρησιμοποιήθηκε, ως νοσοκομείο του Γαλλικού στρατού.

Το 1917 με την μεγάλη πυρκαγιά φιλοξένησε κατοίκους της πόλης, μέχρι την αποκατάσταση των ζημιών, ενώ ένα μέρος του κτίσματος το κρατούσαν πάντα οι μοναχοί Λαζαριστές.

Το 1922 με την Μικρασιατική καταστροφή ήρθαν μαζί με τους πρόσφυγες και λίγοι Καθολικοί, κυρίως Αρμένιοι. Πληροφορίες αναφέρουν, ότι το 1930 ζούσαν στο χώρο περίπου 500 άτομα.

Το 1941 το κτίριο επιτάχθηκε από τα στρατεύματα κατοχής. Ενώ κατά την περίοδο του εμφυλίου, έγιναν ζημιές στο πρόκτισμα της δυτικής πλευράς του κτίσματος.

Το 1978 στο κτίριο έμεναν 10 οικογένειες. Επίσης διατηρείται στο ισόγειο, ένα καθολικό παρεκκλήσι. Η Μονή κρίθηκε ετοιμόρροπη το 1980, λόγω των σεισμών και εγκαταλείφθηκε. Ενώ το ίδιο έτος, κρίθηκε διατηρητέο λόγω της ιστορικής και αρχιτεκτονικής του σημασίας.

Το 1983 αγοράστηκε από το Ελληνικό Δημόσιο για τον Εορτασμό των 2300 χρόνων της πόλης, και χαρακτηρίστηκε πολιτιστικό κέντρο της δυτικής Θεσ/νίκης.

Το 1996 ξεκίνησαν οι αναστηλώσεις και προσθήκες στο αρχικό κτίριο, μέσα από το πρόγραμμα των μεγάλων έργων, που πραγματοποιήθηκαν από τον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, <<Θεσ/νίκη 1997>>.

Το συγκρότημα της Μονής Λαζαριστών, άρχισε να διατίθεται σταδιακά στο κοινό, αφού αποπερατώθηκαν όλες οι εργασίες αποκατάστασης για την πραγματοποίηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών, εκθέσεων και άλλων εκδηλώσεων.

              

2) Αρμενική Εκκλησία της Παναγίας.

Η ιστορία, η γλώσσα και η πολιτιστική κληρονομιά των Αρμενίων της Θεσ/νίκης, έχει βρει τη δική της θέση στο ιστορικό κέντρο της πόλης.

Εκεί βρίσκεται σήμερα η Αρμενική Εκκλησία της Παναγίας, πίσω από τα κτίρια και τις πολυκατοικίες στην οδό Τσιμισκή, στο ύψος της ΧΑΝΘ, στεγάζεται η παλαιότερη κοινότητα Αρμενίων στη Ελλάδα ,όπου έφτασαν, κυρίως μετά την Μικρασιατική καταστροφή.

Φυσικά Αρμένιους συναντάμε στην πόλη και στα τέλη του 19ου αιώνα. Κέντρο της κοινότητας αλλά και της εθνικής συνείδησης των Αρμενίων αποτελεί η εκκλησία τους.

Από τις αρχές του 1880,οι Αρμένιοι κάτοικοι της πόλης κάλυπταν τις θρησκευτικές τους ανάγκες σε ελληνορθόδοξους ναούς.

Το 1884 η κοινότητα ,στήνει ένα ιερό στον όροφο σπιτιού κοντά στο Ασλάν Χάνι στο Βαρδάρη με πρωτοβουλία του Ιερέα Αρσέν Χατσογιάν και με χρηματική προσφορά των Αρμενίων της πόλης, το 1888 αγοράστηκε το οικόπεδο, που θα στεγάσει την Εκκλησία.

Το 1902,οι Αρμένιοι κατάφεραν και πήραν άδεια ανέγερσης του ναού από τους Τούρκους. Σε ένα χρόνο ο ναός κτίσθηκε, και αφιερώθηκε στην Παναγία Θεοτόκο (Σούρπ Αστβατζατζίν).

Τα σχέδια είναι του Ιταλού αρχιτέκτονα Βιταλιάνο Ποζέλι, γνωστής προσωπικότητας της πόλης και από άλλα οικοδομήματα. Το 1907 ο ναός πλαισιώθηκε από ένα διώροφο οικοδόμημα, όπου στεγάστηκε το σχολείο της κοινότητας.

Το 1960,δημιουργήθηκε ένα μεγαλύτερο κτίσμα παραπλεύρως της εκκλησίας ,όπου στέγασε τα γραφεία της Εκκλησίας, το σχολείο και τη βιβλιοθήκη της κοινότητας. Στην συνέχεια, ανυψώθηκε μιαν οικοδομή στα δεξιά του ναού, όπου εγκαταστάθηκαν το Αρμενικό πολιτιστικό κέντρο, καθώς και τα γραφεία των σωματείων και συλλόγων της παροικίας. Το 1997 η Αρμενική Εκκλησία ανακαινίστηκε με τη συνδρομή του οργανισμού << Θεσ/νίκη 1997>> , πολιτιστική πρωτεύουσα της Ευρώπης.

              

Πρόσθετες πληροφορίες